Έχει δοθεί μεγάλη δημοσιότητα στον ανώνυμο εκδικητή που χτύπησε τον ρατσιστή ηγέτη της «alt-right» Richard Spencer1, στις διαδηλώσεις κατά την ορκωμοσία του Trump στην Ουάσιγκτον, και με καλή αιτία. Όμως η γροθιά που ακούστηκε σε όλο το internet απείχε από το να είναι η μόνη αντιφασιστική δράση που πραγματοποιήθηκε εκείνο το σαββατοκύριακο στην πρωτεύουσα.
Για να αναπτύξουμε την πλατιά αντιφασιστική ατζέντα που σαν στόχο έχει την αφαίρεση αυτού του παράσιτου από τη ρίζα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε αυτά που μοιάζουν πιο βαρετά, ακόμη και ασήμαντα, παραδείγματα αυτών που ονομάζω καθημερινό αντιφασισμό που βασίζεται στη δημιουργία μιας αντιφασιστικής οπτικής που πιθανά θα καταφέρει να αναστρέψει την παλίρροια του καθημερινού ρατσισμού που ξεχύθηκε από το «καθημερινό τραμπισμό».
Ο Καθημερινός Φασισμός
Αν θέλουμε να προωθήσουμε το καθημερινό αντιφασισμό, πρέπει πρώτα να είμαστε ξεκάθαροι με τι μοιάζει ο καθημερινός φασισμός (ο οποίος μπορεί να έχει ομολογουμένως πολλές μορφές) και ποιοι είναι οι καθημερινοί φασίστες.
Καθώς ο Trump ανέβηκε στην εξουσία, οι ιδέες τους πέρασαν από το φίλτρο της εκστρατείας του για να ανάψουν το αντιδραστικό πάθος μεταξύ πολλών λευκών Αμερικανών που ένοιωθαν πως έχασαν «τη θέση τους στον ήλιο». Μια χώρα που φαντασιώνονταν πως θα παρέμενε λευκή, χριστιανική, πατριαρχική ετεροκανονική και με αιώνιο κατασκευαστικό τομέα, χάνεται με γρήγορους ρυθμούς.
Στο πλαίσιο αυτό ο Spencer και η alt-right έκαναν τον Trump το πρόσωπο του κινήματος για να απωθήσουν κύματα (όσο ατελών και αν είναι) προόδου που έφεραν τα Αμερικάνικα κοινωνικά κινήματα ώστε να δημιουργηθούν ταμπού ενάντια στις ακραίες εκφράσεις ρατσισμού, σεξισμού και άλλων καταπιεστικών συμπεριφορών που έχουν αποκληθεί υποτιμητικά «πολιτική ορθότητα».
Αυτό μπορεί να πάρει πολλές μορφές – από τον Trump και τους υποστηρικτές τους που δε παίρνουν στα σοβαρά τους κομπασμούς του περί σεξουαλικών επιθέσεων και τις αντιμετωπίζουν σαν καφενειακή κουβέντα, ως την περιφρόνηση του για την Συνθήκη της Γενεύης και την γενική αντίθεση για τα βασανιστήρια, ως την άνεση με την οποία περιγράφει του μεξικάνους μετανάστες ως βιαστές και ως την οργή του που ονομάστηκε από το περιοδικό Time «Πρόσωπο της Χρονιάς» και όχι «Άνδρας της Χρονιάς».
Μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του Trump πηγάζει από την ανακούφιση που ένοιωσαν πολλοί Αμερικανοί ακούγοντας κάποιον σε μια αδιαμφησβήτητη θέση εξουσίας και κύρους να λέει τα ίδια πράγματα που αυτοί σκέφτονταν για χρόνια, αλλά θεωρούνταν πολύ ταμπού για να μιλήσουν και να δράσουν για αυτά. Μετά την εκλογή Trump το ταμπού αυτό είχε πάθει τέτοια ζημιά που περισσότερες από 867 «περιπτώσεις ρατσιστικής βίας και εκφοβισμού» είχαν αναφερθεί μέσα στις πρώτες δέκα ημέρες μετά τις εκλογές.
Όταν μιλάμε για τους καθημερινούς φασίστες πρέπει να έχουμε στο νου μας πως τα φασιστικά καθεστώτα του χθες δεν θα επιβίωναν δίχως μια πλατιά κοινωνική στήριξη. Η ιστορική έρευνα μέσα στο χρόνο έχει δείξει πως η διαδικασία δαιμονοποίησης όσων περιθωριοποιούσαν απαιτούσε την ευνόηση των εκλεκτών, κάνοντας πολλούς άμεσους και έμμεσους συμμάχους του Μουσσολίνι, του Χίτλερ και άλλων.
Αν ο φασισμός χρειαζόταν κοινωνική υποστήριξη για την καταστροφή «τεχνητών και «αστικών» κανόνων όπως τα «δικαιώματα του ανθρώπου» ώστε να αναπτύξει τον υπερεθνικισμό του, σήμερα πρέπει να είμαστε σε συναγερμό για την συνεχιζόμενη εκστρατεία απονομιμοποίησης των ηθικών και πολιτικών μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας για να αντισταθούμε. Αυτό είναι εμφανές σε πολλά από τα επιχειρήματα της ακροδεξιάς, αλλά βρήκα μια χρήσιμη έκφρασή του στην εισαγωγή ενός άρθρου σε ένα άθλιο, τυπικό ακροδεξιό μπλογκ:
«Ένα από τα καλύτερα σημεία της ένδοξης, ΕΝΔΟΞΗΣ εκλογικής νίκης του Donald Trump είναι πως απέδειξε πως όλη η λάσπη που οι «Αγωνιστές Κοινωνικής Δικαιοσύνης» και οι «δημοσιογράφοι» ρίχνουν σε όσους σκέφτονται λάθος – σεξιστές, ρατσιστές, ισλαμόφοβους κλπ – έχουν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής τους. Ούτως ή άλλως ο Trump χτυπήθηκε με αυτούς τους χαρακτηρισμούς αστάματητα κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ακόμη και από «ευυπόληπτα» μέσα ενημέρωσης και κατάφερε να νικήσει την Hillary Clinton αποφασιστικά. Και ήταν καιρός γιατί χαρακτηρισμοί όπως ρατσιστής και σεξιστής δεν υπερχρησιμοποιούνται απλά αλλά βασικά έχουν γίνει πνευματικό δηλητήριο»
Με τη νίκη του Trump έχουμε ένα επικίνδυνο μίγμα συνηθισμένων συντηρητικών που δεν θέλουν να εμφανίζονται ως ρατσιστές και την alt-right του «φυλετικού ρεαλισμού» που όλοι κατηγορούν την αριστερά για τέτοια κατάχρηση του όρου που έχει καταντήσει δίχως νόημα – με άλλα λόγια κανένας δεν είναι ρατσιστής πιά (ή όλοι είμαστε ρατσιστές;). Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο προηγούμενο παράδειγμα, όπου η αριστερά κατηγορεί τη δεξιά ως ρατσιστική και την δεξιά να κατηγορεί την αριστερά πως είναι οι πραγματικοί ρατσιστές επειδή εστιάζουν τόσο πολύ στη φυλή, αναπτύσσοντας έτσι ένα παράδειγμα από το οποίο η alt-right και όσοι επηρεάζει προσπαθούν να αντλήσουν δύναμη από την κατηγορία.
Οι καθημερινοί φασίστες είναι οι ένθερμοι υποστηρικτές του Trump που «τα λένε έξω από τα δόντια» με το να προσπαθούν σταθερά να γκρεμίσουν τα ταμπού εναντίο της καταπίεσης που τα κινήματα του φεμινισμού, της απελευθέρωσης των μαύρων, της έμφυλης απελευθέρωσης και άλλοι έδωσαν συχνά τον ιδρώτα, τα δάκρυα και πολύ συχνά και το αίμα τους για να δημιουργήσουν ομολογουμένως πρόχειρα και πολύ εύκολα διαπερατά τείχη ενάντια στον στυγνό φασισμό.
Οι κοινωνικοί κανόνες αυτοί είναι συνεχώς αμφισβητούμενοι και είναι δυστυχώς θύματα επανοηματοδοτήσεων προς καταπιεστικές μορφές, όπως όταν ο George W. Bush πούλησε το πόλεμο στο Αφγανιστάν σαν σταυροφορία για τα δικαιώματα των γυναικών. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι πολιτικοί έχουν αισθανθεί την ανάγκη να χρησιμοποιήσουν όρους που έχει καθιερώσει η λαϊκή αντίσταση σημαίνει ότι έμεναν ανοιχτοί σε πολιτικές επιθέσεις για λόγους που τουλάχιστον αναγνώρισαν σιωπηρά. Βασική ανησυχία με τον Trump και την alt-right είναι όμως πως αυτοί ελπίζουν να αδειάσουν τους όρους αυτούς από το νόημα τους.
Οι φιλελεύθεροι εξετάζουν τα θέματα του σεξισμού και του ρατσισμού με τους όρους του ερωτήματος των πιστεύω ή τι «υπάρχει στην καρδιά» κάποιου. Σε τέτοιου τύπου συζητήσεις παραβλέπετε συχνά ότι το τα πιστεύω κάποιου είναι λιγότερο σημαντικά από το ποιοι κοινωνικοί περιορισμοί επιτρέπουν σε αυτό το άτομο να επιχειρηματολογήσει ή να δράσει πάνω σε αυτά. Αυτό το θέμα είναι στο επίκεντρο των ερωτημάτων της κοινωνικής προόδου ή οπισθοδρόμησης και οι εκφάνσεις του διακρίνονται ανάμεσα στα αμέτρητα δίκτυα των ανθρώπινων σχέσεων που σχηματίζουν την κοινωνία μας.
Αν και κάποιος πρέπει πάντα να είναι επιφυλακτικός στο να χρωματίζει μεγάλες ομάδες ατόμων είναι ξεκάθαρο πως οι φανατικοί οπαδοί του Trump τον ψήφισαν ΕΞΑΙΤΙΑΣ ή ΠΑΡΑ του μισογυνισμού, του ρατσισμού, η απέχθεια προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την Ισλαμοφοβία και άλλα γεμάτα μίσος χαρακτηριστικά. Όταν οι «Americans for a Better Way» έστειλαν επιστολές σε πέντε τζαμιά στην Καλιφόρνια2 αποκαλώντας τους Μουσουλμάνους «αισχρό και βρώμικο λαό» και απειλώντας με γενοκτονία στη κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, μπορούμε να δούμε πως τα ευρύτερα όρια του καθημερινού φασισμού ενθαρρύνουν αυτούς που προσπαθούν να τρομοκρατήσουν αυτούς που είναι στο περιθώριο.
Ο Καθημερινός Αντιφασισμό
Όταν οι αριστεριστές μιλάνε για αντιφασισμό έχουν την τάση να εστιάζουν στα κινήματα γύρω από τις πολλές ομάδες Αντιφασιστικής Δράσης, πιο γνωστά απλά ως «antifa». Χωρίς αμφιβολία έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην αντίσταση ενάντια της ακροδεξιάς σε όλο το κόσμο και στην προστασία των ευπαθών. Εδώ όμως ενδιαφέρομαι στις πιο ήπιες μορφές καθημερινού αντιφασισμού που αφαιρεί από την ακροδεξιά τα βήματα που τους προσφέρουν στήριξη στην κοινή γνώμη. Για γίνει κατανοητό τι εννοώ με το καθημερινός αντιφασισμός, ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά σε αυτό που ονομάζω αντιφασιστική οπτική που δημιουργεί τη βάση του.
Στο πυρήνα τους οι αντιφασιστικές δράσεις έχουν ως στόχο να αρνηθούν στους φασίστες μια κοινωνική πλατφόρμα για να προωθήσουν τις πολιτικές τους. Αυτό μπορεί να γίνει με μαζική αντιπαράθεση μαζί τους όταν συγκεντρώνονται δημόσια, με την πίεση στους χώρους που προγραμματίζουν εκδηλώσεις ώστε να ακυρωθούν, να κλείσουν τις ιστοσελίδες τους, κλέβοντας τις εφημερίδες τους κλπ. Στη καρδιά του αντιφασιστικού ήθους υπάρχει η απόρριψη της κλασικής φιλελεύθερης ιδέας που έχουν υιοθετήσει από τον Βολτέρο πως «Διαφωνώ με ότι λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Μετά το Άουσβιτς και την Τρεμπλινκα, οι αντιφασίστες αφιέρωσαν τους εαυτούς τους μέχρι θανάτου να ποδοπατήσουν το δικαίωμα των ναζί να που οτιδήποτε.
Στη θεωρία, ο Αμερικάνικος φιλελευθερισμός είναι αλλεργικός στην ιδέα της «διάκρισης» έναντι οποιουδήποτε βάση των πολιτικών τους θέσεων και βλέπει την κυβέρνηση σε ρόλο διαιτητή σε ένα παιχνίδι που όλες οι πολιτικές τάσεις είναι καλεσμένες να παίξουν (παρά την εμπειρική ανακρίβεια αυτής της φαντασίωσης). Αν δεν παραβούν το νόμο οι ναζί μπορούν να είναι ναζί. Αυτή είναι απλά η «άποψη» τους, η οποία είναι εξίσου νόμιμη όπως κάθε άλλη στην φανταστική ελεύθερη αγορά της σκέψης. Αντίθετα ο αντιφασισμός είναι βαθιά πολιτικός στην αποφασιστικότητα του στο να αρνείται την νομιμότητα των ναζιστικών θέσεων και παίρνουν στα σοβαρά τον αντίκτυπο που τέτοιες απόψεις μπορεί να έχουν και έχουν στο κόσμο γύρω μας.
Μια αντιφασιστική οπτική χρησιμοποιεί αυτή τη λογική σε κάθε της διάδραση με τους φασίστες. Αρνείται να δεχτεί πως η ομοφοβία είναι απλά η «γνώμη» κάποιου στην οποία έχουν δικαίωμα. Αρνείται να δεχτεί αντιπολίτευση στην βασική πρόταση του «Black Lives Matters» ως μια απλή πολιτική διαφωνία. Η αντιφασιστική λογική δεν δείχνει ανοχή στην μισαλλοδοξία. Δεν θα «συμφωνήσει πως διαφωνεί». Αυτοί που λένε ότι αυτό δεν μας κάνει καλύτερους από τους ναζί, απαντάμε πως δεν η στάση μας δεν είναι κατά της βίας, της αγένειας, των διακρίσεων ή της παρεμπόδισης δημόσιων ομιλιών, αλλά εναντίον όσων τα κάνουν στο όνομα του ρατσισμού, της πατριαρχίας, της ταξικής καταπίεσης και της γενοκτονίας. Το θέμα δεν είναι οι τακτικές, είναι οι πολιτικές.
Η αντιφασιστική οπτική ενεργοποιήθηκε με πολλούς τρόπους κατά τη διάρκεια της τελετής ορκωμοσίας – από το πιο εμφανές παράδειγμα του χτυπήματος του Richard Spencer ως το κάψιμο των καπέλων του Trump που φορούσαν αυτοί που πήγαν στο «Deploraball3» της alt-right, ως το να συγκρούονται με τους οπαδούς του Trump που διέκοπταν την Πορεία των Γυναικών. Δυο πινακίδες που είδα στη Πορεία των Γυναικών ήταν η επιτομή αυτής της θέσης. Έγραφαν «Κάντε τους ρατσιστές να φοβηθούν ξανά» και «Κάντε τους βιαστές να φοβηθούν ξανά». Τα συνθήματα αυτά μας λένε, πως ενώ το ιδεώδες θα ήταν να πείσουμε όλους τους ρατσιστές και τους βιαστές να αλλάξουν τις στάσεις τους, είναι επιτακτικό για τη προστασία των αδύναμων να τους κάνουμε να το σκεφτούν δύο φορές πριν το πράξουν.
Να ξεκαθαρίσω, βέβαια και συμφωνώ πως η αλλαγή θέσης και απόψεων είναι ιδανική και μπορεί να συμβεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Derek Black, γιο του ιδρυτή της ναζιστικής ιστοσελίδας Stormfront, που αποκήρυξε το ρατσισμό μέσα από συζητήσεις με φίλους στο New College της Φλόριντα.
Πέρα από τη σπανιότητα της εξέλιξης αυτής, πρέπει να θυμόμαστε ακόμη ένα στοιχείο: οι ρατσιστικές ιδέες του Derek Black και οι αντιρατσιστικές ιδέες των φοιτητών στο New College δεν συναντήθηκαν επί ίσοις όροις. Ο Derek Black ήταν έκρυβε ότι ήταν νεοναζί και το γεγονός αυτό δεν έγινε γνωστό μέχρι που δημοσιοποιήθηκε από άλλους4. Γιατί το έκρυβε; Γιατί ένοιωσε πως ήταν σε μια μικροσκοπική μειονότητα σε κόντρα με όλους γύρω του.
Με άλλα λόγια τα αντιρατσιστικά κινήματα του παρελθόντος δημιούργησαν το υψηλό κοινωνικό κόστος που κουβαλούσαν οι ρατσιστικές απόψεις του Black, δίνοντάς του την ευκαιρία να ανοιχτεί σε μια αντιρατσιστική οπτική. Οι απόψεις και οι θέσεις δεν αλλάζουν στο κενό, είναι προϊόντα του κόσμου γύρω τους και των δομών διαλόγου που τους δίνουν νόημα.
Κάθε φορά που κάποιος δρα εναντίον τρανσφοβικού ή ρατσιστή – από το να τον εγκαλέσει δημόσια για τις καταπιεστικές του απόψεις, στο να το οργανώσει μποϋκοτάζ απέναντι στη δουλειά τους ως στο να τελειώσουν μια φιλική σχέση αν δεν διορθωθεί – κάνει πράξη μια αντιφασιστική τακτική που συμβάλει σε ένα ευρύτερο καθημερινό αντιφασισμό, αναγκαίο για την απώθηση της alt-right, τον Trump και τους οπαδούς του. Ο στόχος μας είναι σε είκοσι χρόνια αυτοί που ψήφισαν Trump να ντρέπονται να το παραδεχτούν δημόσια.
Μπορεί να μη είμαστε πάντα σε θέση να αλλάξουμε τα πιστεύω κάποιου, αλλά με βεβαιότητα μπορούμε να το κάνουμε πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και κάποιες φορές σωματικά δαπανηρό να τις εκφράσουν.
http://edition.cnn.com/2016/11/10/us/post-election-hate-crimes-and-fears-trnd/
https://en.wikipedia.org/wiki/DeploraBall
Τού Mark Bray είναι ιστορικός και συγγραφέας. Έχει γράψει τα βιβλία Translating Anarchy: The Anarchism of Occupy Wall Street (Zero, 2013) και Antifa: The Anti–Fascist Handbook (Melville House, 2017 υπό έκδοση).
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας.