Φοβάμαι… Φοβάμαι εκείνους που ξύπνησαν μια ωραία πρωία…

Φοβάμαι…

 

Όπως φοβήθηκε ο μεγάλος ποιητής και στοχαστής, Μανώλης Αναγνωστάκης, εκείνους που για χρόνια δεν ήξεραν, δεν έμαθαν, δεν έπραξαν, αλλά κάποια ωραία πρωία βγήκαν να φωνάξουν για όσα δεν είχαν μάθει ή όσα ανέχτηκαν…

Φοβάμαι εκείνους που τα δικά τους λερωμένα πάσχισαν να γίνουν λερωμένα όλων μας, ώστε να φαίνονται λιγότερο βρόμικοι εκείνοι…

Φοβάμαι για εκείνους που κλεισμένοι μέσα στην αδιαφορία ή την αδιάφορη ευδαιμονία τους, δεν άκουγαν τους χτύπους στα κορμιά των διπλανών… Δεν άκουγαν το κλάμα ενός πεινασμένου μωρού. Εκείνους που  χειροκροτούσαν ή συμμετείχαν στο έγκλημα κι όταν ο φυσικός δράστης οδηγήθηκε στο δικαστήριο άρχισαν να τον καταριούνται…

Φοβάμαι…

Επειδή εκείνοι που δεν δάκρυσαν όταν περνούσε η κηδεία ενός νεκρού παιδιού μπροστά στα μάτια τους, θέλουν να κλάψουμε μαζί τους επειδή τους σήκωσαν από την καρέκλα ενός καφενείου της αδιαφορίας...

Φοβάμαι…

Πιο πολύ κι από τους αληθινούς εχθρούς εκείνους τους αδιάφορους που ξαφνικά ενδιαφερόμενοι όταν ξεβολεύτηκε αυτός που σκότωσε τη γενιά τους και τα παιδιά τους, την πατρίδα τους…

Φοβάμαι εκείνους που πάντα δείχνουν ως φταίχτη τον άλλο…

Φοβάμαι εκείνους που θα φορτώσουν σε σένα όσα έκαναν άλλοι αιώνες…

Φοβάμαι εκείνους που σου ζητούν το λόγο επειδή δεν αντιμετώπισες όσα έκαναν άλλοι αιώνες, με τη δική τους ανοχή…

Διαβάστε (και μελετήστε) τη σκέψη και την κραυγή του Μανώλη Αναγνωστάκη.

Candiot-candianews.gr

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

(Το ποίημα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή»)

*Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
 
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
 
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971.
 
Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.