«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους» (Καρλ Μαρξ, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»).
Το 1870, ο Αυτοκράτορας της Γαλλίας, Ναπολέων ο 3ος ξεκινά πόλεμο εναντίον της Πρωσίας προσπαθώντας να εμποδίσει την ενοποίησή της με την Γερμανία, ένας πόλεμος που αποδείχτηκε καταστροφικός. Στη μάχη του Σεντάν, 3 του Σεπτέμβρη 1870 ολόκληρος ο Γαλλικός στρατός με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, αιχμαλωτίζεται. Το μέτωπο καταρρέει κι ο Πρωσικός στρατός κατευθύνεται προς το Παρίσι. Με το τέλος του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου το Παρίσι ήταν υπό Πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, έχοντας αντέξει την Πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, θα αντισταθεί και στην κατοχή, απομακρύνοντας τον Πρωσικό στρατό από την πόλη και περιορίζοντάς τον σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού της οποίας την φρούριση ανέλαβαν οι εργάτες.
Η χώρα διχάστηκε σε δύο στρατόπεδα: Από την μια πλευρά συσπειρώθηκαν οι οπαδοί του «Κόμματος της Τάξης», που κατά κύριο λόγο ήταν νοσταλγοί των δύο δυναστειών των Βουρβώνων, και της Ορλεάνης, μαζί με τους εθνικιστές οπαδούς του Βοναπάρτη και τους πούρους-αστούς δημοκράτες. Όλοι αυτοί συσπειρώνονται γύρω από την κυβέρνηση «Εθνικής Άμυνας» της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, που έδρευε στις Βερσαλίες (αριστοκρατικό προάστιο του Παρισιού) που αρχηγός της ήταν ο «φιλελεύθερος πρώην επαναστάτης» Λουί Τιερ (γνωστός και με το εξελληνισμένο επίθετο Θιέρσος). Αυτό είναι το στρατόπεδο των Γαιοκτημόνων, των Χρηματιστών και των Βιομηχάνων. Η κυβέρνηση αυτή, από τις Βερσαλίες ασκούσε έλεγχο σε όλη τη Γαλλία.
Λόγω όμως της πολιορκίας του Παρισιού από τα Πρωσικά στρατεύματα στις 18 Σεπτεμβρίου του 1870 τα πλούσια στρώματα του Παρισιού (καπιταλιστές, «χρυσή νεολαία», κλπ.) αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν. Στο Παρίσι απέμειναν μόνο οι εργάτες που αρχίζουν σιγά σιγά να οργανώνουν αντιστάσεις. Δημιουργείται η εθνοφυλακή και απαρτίζεται από ένοπλους άνδρες. Η εργατική τάξη, μέσα σε καθεστώς ημι-παρανομίας και διώξεων αρχίζει να οργανώνονται και με λαϊκούς εράνους αποκτούν κανόνια και άλλα πολεμοφόδια. Η αντίσταση των εργατών στις Πρωσικές δυνάμεις συνοδεύτηκε από συγκρούσεις και οδομαχίες, ενώ οι αρχές απαντούσαν με βίαιη καταστολή που στοίχισε την ζωή σε χιλιάδες μαχητές. Γύρω στους 3.000 εργάτες εκτελέστηκαν από τον στρατό αρχικά.
Η εργατική τάξη του Παρισιού έβλεπε την κυβέρνηση του Θιέρσου σαν εχθρό αλλά και ο ίδιος ο Θιέρσος φοβήθηκε την δύναμη της εργατικής τάξης που πλέον μόνη της στην πόλη, δίχως την παρουσία των καπιταλιστών είχε αρχίσει να αυτο-οργανώνεται και να αποκτά όλο και περισσότερη ισχύ. Όντας εξουθενωμένοι οι εργάτες του Παρισιού ανέπτυξαν μεταξύ τους δεσμούς αλληλεγγύης.
Ο Θιέρσος επιδιώκει να αποκτήσει τον έλεγχο των κανονιών της Μονμάρτης. Οι εθνοφύλακες όμως αρνήθηκαν να τα παραδώσουν λέγοντας πως ανήκουν στους εργάτες που τα αγόρασαν με δικούς τους εράνους. Η κυβέρνηση τότε επιχειρεί να αφαιρέσει τα κανόνια με την βία των όπλων. Έτσι, ο στρατηγός Λεκόντ, επιχειρεί να καταλάβει τα κανόνια της εθνοφρουράς την νύχτα μεταξύ 17 με 18 Μαρτίου δίνοντας αυστηρές διαταγές «Όποιος αντισταθεί θα εκτελεστεί επί τόπου». Η επιχείρηση τα ξημερώματα θα εξελιχθεί σε αιματοκύλισμα μεταξύ εθνοφυλακής και αστυνομίας για να καταλήξει σε πανωλεθρία των κυβερνητικών. Ο Λεκόντ συλλαμβάνεται και κρατείται αιχμάλωτος.
Όταν ξημέρωσε, χιλιάδες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Πιγκάλ. Το 81ο Σύνταγμα πεζικού των κυβερνητικών, μια από τις πιο οργανωμένες δυνάμεις του τακτικού στρατού, έλαβε διαταγή να ρίξει στο ψαχνό. Οι στρατιώτες όμως αρνούνται να πυροβολήσουν εναντίον του πλήθους και εκτελούν επιτόπου τους αρχηγούς τους, τον Λεκόντ και Κλεμάν Τομά και συναδελφώθηκαν με τον λαό. Η μόνη εξουσία που είχε απομείνει στο Παρίσι ήταν η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφυλακής. Αργότερα, με καθολική ψηφοφορία ανάμεσα στον ανδρικό πληθυσμό εκλέχτηκε το δημοτικό συμβούλιο, η γνωστή Κομμούνα (Κοινότητα) του Παρισιού.
Στις 26 Μαρτίου 1871 έγιναν με υποδειγματικό τρόπο οι δημοτικές εκλογές, στις οποίες πήρε μέρος το 50% των Παριζιάνων.
Το Δημοτικό Συμβούλιο που εκλέχθηκε ήταν 92μελές και εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Μέγαρο στις 28 Μαρτίου. Έλαβε την ονομασία «Κομμούνα των Παρισίων» («Commune de Paris») και ανέλαβε τις εξουσίες τις Εθνοφρουράς, εκπροσωπώντας ένα ευρύ ιδεολογικό φάσμα: Δημοκράτες και ριζοσπάστες αστούς, σοσιαλιστές, ανεξάρτητους επαναστάτες, σοσιαλιστές, μαρξιστές και αναρχικούς.
Πρόεδρος της Κομμούνας εξελέγη ο Λουί Μπλανκί, ο οποίος, όμως, είχε συλληφθεί στις 17 Μαρτίου από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι κομουνάροι προσπάθησαν πολλές φορές ανεπιτυχώς να τον απελευθερώσουν, συλλαμβάνοντας ομήρους από την άλλη πλευρά, μεταξύ αυτών και τον αρχιεπίσκοπο των Παρισίων, Ζορζ Νταρμπουά.
Παρά τις αδυναμίες της, το έργο που επιτέλεσε ήταν σημαντικό, ιδιαίτερα στους τομείς της εργασίας και της παιδείας. Στον τομέα της εργασίας είχε τοποθετηθεί επικεφαλής ένας ούγγρος μαρξιστής, ο Λέον Φράνκελ, που πήρε μια σειρά από μέτρα για να ανακουφίσει τους εργάτες και τους μικροαστούς: κολλεκτιβοποίηση βιομηχανιών, χρεοστάσιο στο εμπόριο και τα ενοίκια, κατάργηση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία και καθιέρωση της δεκάωρης ημερήσιας εργασίας.
Η Επιτροπή Παιδείας υπό τον Βαγιάν προχώρησε στην καθιέρωση της δωρεάν παιδείας και τον χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ενώ έλαβε μέτρα φεμινιστικού χαρακτήρα. Στην Επιτροπή Οικονομικών τοποθετήθηκε ένας έντιμος λογιστής, ο Φρανσουά Ζουρντ, ο οποίος αρνήθηκε να «εθνικοποιήσει» την Τράπεζα της Γαλλίας, στερώντας από τους κομμουνάρους πολύτιμο χρήμα για την επιτυχία του αγώνα τους.
Πολύ γρήγορα, η προσπάθεια της Κομμούνας αφιερώθηκε στον αγώνα εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων, που εν τω μεταξύ είχαν ενισχυθεί σημαντικά, μετά την αποχώρηση των Πρώσων. Διέθεταν 200.000 άνδρες απέναντι στους 60.000 άνδρες της Κομμούνας. Ο στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη του Παρισιού στις 3 Απριλίου με την πολιορκία της πόλης. Μετά τις πρώτες στρατιωτικές αποτυχίες, η Κομμούνα σκλήρυνε τη στάση της, με την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας που συνέστησε την Πρωτομαγιά του 1871, παρά την αντίδραση των αναρχικών.
Στις 21 Μαΐου οι δυνάμεις του Τιερ μπήκαν στο Παρίσι, όπου συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους κομμουνάρους. Σκληρές μάχες διεξάγονταν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά. Τα ανάκτορα του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Μέγαρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο στρατός προέβη σε μαζικές σφαγές αμάχων και οι Κομμουνάροι απάντησαν με την εκτέλεση 52 επιφανών Παριζιάνων, τους οποίους κρατούσαν ως ομήρους. Ανάμεσά τους, ο αρχιεπίσκοπος της πόλης Ζορζ Νταρμπουά. Η εισβολή κατέστη δυνατή ύστερα από προδοσία του στρατηγού Ντουαί. Ο Τιερ απροκάλυπτα δηλώνει: «η νίκη της τάξης, της δικαιοσύνης και του πολιτισμού κερδήθηκε επιτέλους.» (Μαρξ, ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδόσεις Αναγνωστίδη, σελ 332)
Οι κυβερνητικές δυνάμεις επικράτησαν πλήρως στις 28 Μαΐου 1871, έπειτα από μια εβδομάδα άγριων μαχών, που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ματωμένη
Εβδομάδα» («La semaine sanglante»).Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων 30.000 – 40.000 κομμουνάροι σκοτώθηκαν, ενώ οι απώλειες για τους κυβερνητικούς ανήλθαν σε 1000 άνδρες. Μετά έπιασαν δουλειά τα στρατοδικεία, που εξέδωσαν 10.137 καταδικαστικές αποφάσεις: 93 σε θάνατο, 251 σε καταναγκαστικά έργα και 4586 σε εξορία στο υπερπόντιο νησί της Νέας Καληδονίας. Χιλιάδες, εξάλλου, από τους ηττημένους αναγκάσθηκαν να αυτοεξορισθούν.
Ο Καρλ Μαρξ ανακήρυξε την Παρισινή Κομμούνα ως σύμβολο της εργατικής εξέγερσης κατά της αστικής τάξης. Στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» γράφει: «Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσσαλο της ατίμωσης, απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους».
O Engels στη μεταγενέστερη συζήτηση για την Κομμούνα και για το ζήτημα του κράτους θα γράψει: «ο σοσιαλδημοκράτης φιλισταίος κυριεύεται ξαφνικά από ιερό τρόμο στο άκουσμα των λέξεων «δικτατορία του προλεταριάτου». Ε, λοιπόν κύριοι, θέλετε να μάθετε τι είναι αυτή η δικτατορία; Κοιτάξτε την Παρισινή Κομμούνα. Αυτή ήταν η δικτατορία του προλεταριάτου!»
Ο Walter Benjamin θα γράψει και αυτός: «..ένας πίνακας του Κλέε με το όνομα Angelus Novus. Απεικονίζεται εκεί ένας άγγελος, που φαίνεται έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι, στο οποίο μένει προσηλωμένο το βλέμμα του. Διάπλατα τα μάτια του, ανοικτό το στόμα του και τεντωμένες οι φτερούγες του. Έτσι πρέπει να είναι και ο άγγελος της Ιστορίας. Στραμμένο το πρόσωπό του προς το παρελθόν. Όπου εμφανίζεται σε εμάς μια αλυσίδα γεγονότων, αυτός διακρίνει μία και μοναδική καταστροφή, που συσσωρεύει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων και τα εκσφενδονίζει μπροστά στα πόδια του, αυτός θέλει να μείνει εκεί, να ξυπνήσει νεκρούς και να στήσει χαλάσματα. Μία θύελλα όμως σηκώνεται από τη μεριά του παραδείσου κι αδράχνει τις φτερούγες του κι είναι τόσο δυνατή, που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Τον ωθεί αυτή η θύελλα ασταμάτητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φτάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Ό,τι αποκαλούμε εμείς πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα.». (Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Ουτοπία)
Χρονικό των γεγονότων
1870
2 Σεπτεμβρίου: Αιχμαλώτιση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στο Σεντάν.
4 Σεπτεμβρίου: Ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
1871
8 Φεβρουαρίου: Συγκρότηση της Εθνοσυνέλευσης.
17 Φεβρουαρίου: Ο Θιέρσος εκλέγεται αρχηγός της κυβέρνησης.
1η Μαρτίου: Επικύρωση της συμφωνίας ειρήνης από την Εθνοσυνέλευση.
10 Μαρτίου: Η Εθνοσυνέλευση μεταφέρει την έδρα της στις Βερσαλλίες
18 Μαρτίου: Η Εθνοφρουρά αρνείται να παραδώσει τα κανόνια της. Το Παρίσι εξεγερμένο. Η Κυβέρνηση φυγαδεύεται στις Βερσαλλίες
19 Μαρτίου: Η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς ανακηρύσσει την Κομμούνα.
26 Μαρτίου: Δημοτικές εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της Κομμούνας
29 Μαρτίου: Η Κομμούνα διατάσσει τη διάλυση του μόνιμου στρατού
6 Απριλίου: Συγκρότηση του στρατού των Βερσαλλιών υπό το στρατηγό ΜακΜαόν
16 Απριλίου: Συμπληρωματικές εκλογές της Κομμούνας
8 Μαΐου: Οι Βερσαλλιέζοι καταλαμβάνουν το οχυρό του Ισσύ
12 Μαΐου: Καταστροφή της οικίας του Θιέρσου
13 Μαΐου: Κατάληψη του οχυρού της Βάνβ από τους Βερσαλλιέζους
16 Μαΐου: Καταστροφή της στήλης της Βαντόμ
21 Μαΐου: Ξεκινά η εισβολή των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Παρίσι
22-28 Μαΐου: Η εβδομάδα αίματος (Semaine Sanglante). To Παρίσι φλέγεται. Τουλάχιστον 20.000 νεκροί, οι 17.000 εκτελέστηκαν. 40.000 συλλήψεις που θα οδηγήσουν σε 13.500 καταδίκες.
Πηγές και αποσπάσματα που χρησιμοποιήσαμε για το άρθρο
https://www.sansimera.gr/articles/237