Το να μιλάμε εν γένει για τον σύγχρονο φασισμό συγκρίνοντάς τον με τα μεσοπολεμικά ιδεολογικά ρεύματά του, είναι τουλάχιστον ιστορικά ανακριβές και οδηγεί σε αβάσιμα και άγονα συμπεράσματα. Ωστόσο, ένα βασικό πλαίσιο επάνω στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί μία σχετική προσέγγιση, είναι στο πως αντιλαμβάνεται ο ευρύτερος κοινωνικός κορμός αντίστοιχα φαινόμενα και τι διαστάσεις τους δίνει στο παρόν.
Εκτός των ανεκδιήγητων και ξεδιάντροπων ιδεολογικών εκφραστών του και πέραν αυτών που για λόγους πολιτικής ή οικονομικής σκοπιμότητας υποστηρίζουν ότι αντίστοιχες καταστάσεις ακραίας βαρβαρότητας ανήκουν στο παρελθόν, υπάρχει και μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα πολιτών η οποία έχει απενοχοποιήσει, εν μέρει απονοηματοδοτήσει ή/και νομιμοποιήσει στο συνειδητό της τον φασισμό. Εάν θεωρήσουμε τη Μεταπολίτευση σαν έναν κύκλο που έχει κλείσει, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε στην έναρξη μιας νέας ιστορικής πραγματικότητας. Είναι ολοφάνερο πλέον ότι η κρίση δημιούργησε νέα δεδομένα και όρους ενώ ταυτόχρονα έβγαλε στην επιφάνεια τις θαμμένες για χρόνια παθογένειες της κοινωνίας μας. Τα στίγματα που άφησε θα στοιχειώνουν για δεκαετίες όλους αυτούς που τη βιώσανε.
Συνεπώς, ο προβληματισμός που τίθεται είναι, με ποιον τρόπο θα διαχειριστούμε αυτά τα στίγματα. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας, κατά τα φαινόμενα, νεο-δυστοπικής πραγματικότητας στην οποία το κεφάλαιο με σιδερένιο χέρι ωθεί ολοένα και περισσότερους ανθρώπους στα όρια της εξαθλίωσης. Παράλληλα, οργανώνει και την στρατιωτική τους διαχείριση, ώστε να είναι σε θέση να τους ελέγξει. Μία γεύση ήδη έχουμε πάρει από τον τρόπο υποδοχής και φιλοξενίας των μεταναστών/προσφύγων από το ελληνικό κράτος. Όταν λοιπόν οι εξαθλιωμένες μάζες των εργατών αρχίσουν να πληθαίνουν, θα αποτελούν ζήτημα δημόσιας τάξης και οι αρμόδιοι για τον έλεγχο τους θα είναι οι μηχανισμοί καταστολής. Ωστόσο, για να καρποφορήσουν τα παραπάνω χρειάστηκε άφθονο καρκινογόνο λίπασμα το οποίο πετάχτηκε στο πόπολο τη δεκαετία του ’90, η οποία χαρακτηρίστηκε από την κοινωνική διάχυση ρατσιστικών ιδεών και φασιστικών πρακτικών. Αυτό το λίπασμα μεγάλωσε νέες γενιές αλλά και αναθέρμανε τις παλαιότερες
Έτσι λοιπόν, δεν μπορεί να νοηθεί ως υπέρμαχος του φασισμού μόνο ο οργανωμένος νεοναζί αλλά και κάθε είδους ακροατής του που μπολιάστηκε από τη μικροαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Ως φασίστας μπορεί να νοηθεί εκείνο το νομοταγές ανθρωπάκι που προσπαθεί να επιβάλει διά της βίας ότι δεν συμβαδίζει με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα (βλ. δολοφονία Ζακ/Zackie Oh) και με βάση τη μυωπική του αντίληψη θεωρεί κατώτερο οτιδήποτε δεν ευθυγραμμίζεται απόλυτα με το άθλιο υπερεγώ του. Κάθε υπόθεση επιβεβαιώνει ακόμα περισσότερο -διότι εδώ και χρόνια είναι ξεκάθαρο- ότι απέναντί στην κοινωνική βάση δεν στέκονται μόνο το κράτος, οι μηχανισμοί του, το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο αλλά και εκείνοι οι “φιλήσυχοι” πολίτες που υπερασπίζονται με κάθε τρόπο τα παραπάνω.
Όλοι αυτοί οι κανίβαλοι, οι οποίοι όπως αποδεικνύεται συνεχώς (βλ. Χορταριάς Αθανάσιος/Πατριωτικό Μέτωπο), τάσσονται με το απέναντι στρατόπεδο και στις κατάλληλες κλιματικές συνθήκες -όπως το πρόσφατα με το Μακεδονικό- αναθερμαίνονται και ξεπετάγονται. Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, δεν τίθεται λόγος για δύο άκρα αλλά για δύο στρατόπεδα. Στη μια μεριά είναι ο κόσμος του αγώνα. Της «γης οι κολασμένοι». Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται το κράτος με τους “δημοκρατικούς” του θεσμούς και τα κρατικά μαντρόσκυλά του, τους φασίστες και τους παρατρεχάμενούς του. Δεκαετίες τώρα, στην σύγχρονη πολιτική ιστορία, με τους όρους της κάθε συγκυρίας, κράτος και παρακράτος συμπορεύονται προσπαθώντας να εξοντώσουν οποιονδήποτε αντιστέκεται.
Οι φασίστες επιβιώνουν χάρη στο κράτος, του οποίου αποτελούν εκτελεστικό δεκανίκι. Κράτος και ΜΜΕ με μακιαβελικές τακτικές, τους ανοίγουν δρόμους για να κυκλοφορούν ελεύθεροι, πότε οργανωμένα και πότε με κάλυψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης αποτελεί ο χρυσοχόος/κλεπταποδόχος-καταδότης και τσιράκι του ΑΤ Ομόνοιας, δολοφόνος Δημόπουλος Ευάγγελος. Εάν κάνουμε μία αναδρομή σχεδόν έξι χρόνια πριν, το άνοιγμα δρόμων στους φασίστες γίνεται ακόμα πιο χειροπιαστό με τις εκκενώσεις της Villa Amalias και της Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά (η οποία έγινε κατ’ εντολή του γραφείου τύπου της Χ.Α.), που αποτελούσαν αναχώματα απέναντι στον φασιστικό συρφετό του κέντρου.
Προφανώς, ο φασισμός δεν είναι μόνο η Χ.Α. και οι παραφυάδες της. Προφανώς, ο φασισμός δεν γεννήθηκε μέσα στην κρίση. Προφανώς, ο φασισμός έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική όπως και κάθε εξουσιαστική κοινωνία. Αυτό όμως που είναι ακόμα πιο προφανές για όλους/ες εμάς είναι το καθήκον μας να εναντιωθούμε στη βίαιη επέλασή του. Να οργανώσουμε και να σφυρηλατήσουμε την αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη. Να υψώσουμε νέα αναχώματα απέναντι στη μισαλλοδοξία, τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ξενοφοβία και κάθε είδους διάκριση που υποβιβάζει τις ζωές μας και εποφθαλμιά την ελευθερία μας. Να δώσουμε τις μάχες μας κόντρα σε κράτος και παρακράτος, δίνοντας ταυτόχρονα στους εαυτούς μας την υπόσχεση ότι δεν ξεχνάμε. Τέλος ως αναρχικοί/ες, αναγνωρίζουμε μόνον τον μαχητικό αντιφασισμό και θεωρούμε ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο. Χτυπάμε τους φασίστες με κάθε τρόπο, από συνθήματα σε τοίχους, αφισοκολλήσεις, μοιράσματα κειμένων μέχρι και το τσάκισμα τους στο πεζοδρόμιο και όπου αλλού τους βρίσκουμε.
ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΓΙΑΤΙ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΑΡΧΙΣΕ ΤΩΡΑ
Αντιφασιστική Πορεία ενάντια στο παρακράτος Σάββατο 3 Νοέμβρη 2018 / 18:00 / Πλατεία Βικτωρίας
athens.indymedia.org