Miran Božovič: Η τιμωρία ως θέαμα

Καθώς ο Bentham σήμερα είναι κυρίως γνωστός ως ο ιδρυτής του ωφελιμισμού, είναι ίσως καλύτερα να ξεκινήσουμε κοιτώντας πως η προβληματική του φαντασιακού συνδέεται με την ηθική προβληματική του εγκλήματος και της τιμωρίας του.

Σε ένα απόσπασμα στην Εισαγωγή στις Αρχές της Ηθικής και της Νομοθεσίας, που θυμίζει έντονα τη Θεοδικία του Leibnitz, γράφει ο Bentham:

«Κάθε τιμωρία είναι κατεργαριά· κάθε τιμωρία είναι στην ουσία της κακό. Με βάση την αρχή της ωφέλειας, αν πρέπει να αναγνωριστεί, θα πρέπει να αναγνωριστεί μόνο για όσο υπόσχεται να αποτρέψει κάποιο μεγαλύτερο κακό».

Εδώ ο Bentham είναι ξεκάθαρα επηρεασμένος από τη θεωρία του κακού του Leibnitz. Για τον Leibnitz, ο Θεός επιτρέπει le mal moralτο ηθικό κακό, μόνο επειδή γνωρίζει πως σε κάποιο σημείο στο μέλλον θα βοηθήσει στον ερχομό ενός απαράμιλλα μεγαλύτερου καλού, ένα καλό που, που  με την απουσία αυτού του κακού, δεν θα έρχονταν. Έτσι για παράδειγμα, ο Θεός επέτρεψε το έγκλημα του Σέξτου επειδή γνώριζε πως αυτό το έγκλημα θα εξυπηρετούσε «κάποια σπουδαία πράγματα»: ήταν ακριβώς αυτό το έγκλημα που οδήγησε στην ίδρυση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας που πρόσφερε στην ανθρωπότητα «ευγενή παραδείγματα». Αν αυτό το έγκλημα δεν είχε συμβεί, το ίδιο το μεγαλύτερο καλό – η μεγάλη αυτοκρατορία, τα ευγενή παραδείγματα – επίσης δεν είχαν συμβεί· και η στιγμή «που το μικρότερο κακό που έρχεται για να αποδοθεί στο κόσμο που τα ζητά, δεν θα είναι πια αυτού εδώ του κόσμου». Ο Θεός, έτσι, επιτρέπει τα εγκλήματα ευφυιών όντων στην έκταση που αυτά τα εγκλήματα που επιτρέπουν στο καλό σε αυτό το κόσμο να ξεπεράσει το κακό στο μέγιστο δυνατό βαθμό – δηλαδή, ο Θεός επιτρέπει  τα εγκλήματα στην έκταση που είναι ακριβώς εξαιτίας αυτών των εγκλημάτων που ο δημιουργημένος κόσμος είναι καλύτερος από όλους τους πιθανούς κόσμους. Ένας κόσμος που απλά θα ήταν καλός θα ήταν φυσικά από τον καλύτερα δυνατό κόσμο – αλλά ένας τέτοιος κόσμος είναι εγγενώς ανέφικτος.

Την ίδια επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε ο Leibnitz για να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός από τα τρία ήδη κακού, δηλαδή το έγκλημα, χρησιμοποιήθηκε από τον Bentham για να δικαιολογήσει την τιμωρία των εγκλημάτων. Τι επιτυγχάνουμε ακριβώς με τη τιμωρία; Με τα μέσα της τιμωρίας, που είναι τα ίδια κακά – η τιμωρία καταστρέφει ένα μέρος της ατομικής ευτυχίας του τιμωρούμενου, και έτσι η συνολική ευτυχία της κοινότητας ελαττώνεται – οι άλλοι, δηλαδή εκείνοι «υπό το πειρασμό να παραβατήσουν», αποτρέπονται από το διαπράξουν παρόμοιες πράξεις με εκείνους των εγκληματιών, δηλαδή, πράξεις που θα μπορούσαν να ελαττώσουν την συνολική ευτυχία της κοινότητας σε μεγαλύτερο βαθμό. Και αποτρέποντας το μεγαλύτερο κακό είναι που συνεισφέραμε έμμεσα στη μέγιστη ευτυχία του μέγιστου συνόλου. Έτσι με την τιμωρία, θυσιάζοντας μέρος της ατομικής ευτυχίας του τιμωρούμενου ατόμου είναι που συνεισφέρουμε στο ευρύτερο καλό όλων, η μέγιστη ευτυχία του μέγιστου συνόλου. Έτσι για τον Leibnitz, όπως και για τον Bentham, το έγκλημα είναι κακό, για τον Bentham και η τιμωρία του εγκλήματος είναι κακό.

Στα μάτια του Bentham, η τιμωρία η ίδια προορίζεται λιγότερο για τον τιμωρούμενο, δηλαδή το ένοχο πρόσωπο, όσο για όλους τους υπόλοιπους, δηλαδή τους αθώους: όταν ο Bentham υπολογίζει την αξία του σωφρονισμού σε σχέση με τη δημιουργία ενός παραδείγματος – ως οι δύο αξιακοί στόχοι της τιμωρίας – πέρα από κάθε αμφιβολία επιλέγει το δεύτερο: η δημιουργία ενός παραδείγματος έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το σωφρονισμό, «και αυτό στην αναλογία του αριθμού εκείνων ακόμη αθώων προς εκείνο των καταδικασμένων ενόχων». Ο σωφρονισμός στοχεύει σε ένα σχετικά μικρό αριθμό ατόμων – δηλαδή, εκείνους που έχουν ήδη παραβατήσει – ενώ η δημιουργία ενός παραδείγματος στοχεύει σε όλου εκείνους που «έχουν εκτεθεί στο πειρασμό της παραβατικότητας», και ο αριθμός των δεύτερων, σύμφωνα με τον Bentham  είναι, απλά. «ολόκληρο το σύνολο των ατόμων από τους οποίους αποτελούνται οι διάφορες πολιτικές κοινότητες – με άλλα λόγια, ολόκληρη η ανθρωπότητα».

Στα μάτια του Bentham, η τιμωρία είναι πρώτα και κύρια θέαμα: για όσο η τιμωρία δεν προορίζεται για το τιμωρούμενο άτομο, αλλά για όλους τους άλλους, που η εκτέλεση της τιμωρίας είναι θέαμα. Η διάσταση του θεάματος στη τιμωρία πηγάζει δηλαδή από την αποτρεπτική θεωρία της ίδια της τιμωρίας.

«Είναι αυτή η ιδέα της τιμωρίας (ή, με άλλα λόγια, η ΕΙΚΟΝΑ της τιμωρία) που δρα πραγματικά στο μυαλό· η τιμωρία η ίδια (η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ τιμωρία) δεν λειτουργεί περισσότερο από το να διαδώσει αυτή την ιδέα, είναι η προφανής τιμωρία, λοιπόν πως κάνει όλο το έργο, με την έννοια του παραδείγματος, που είναι η βασική αρχή. Είναι η πραγματική τιμωρία που κάνει όλο το κακό».

Αρχικά, τι ακριβώς είναι τιμωρία; Πόνος, η εμπειρία του πόνου ή απώλειας της ευχαρίστησης. Το παράδοξο της τιμωρίας του Bentham, που προορίζεται για όλους τους άλλους παρά για τον τιμωρούμενο άτομο, είναι έτσι εμφανές: στη τιμωρία, μόνο το τιμωρούμενο άτομο (δηλαδή, εκείνον για τον οποίο δεν προορίζεται η τιμωρία) βιώνει το πόνο, ενώ η τιμωρία επιδρά σε όλους τους άλλους (εκείνους για τους οποίους προορίζεται) αποκλειστικά μέσω της εξωτερικής της εικόνας. Αυτό σημαίνει πως η εικόνα (εμφανής τιμωρία, εμφανής πόνος) βαραίνει περισσότερο από την πραγματικότητα (πραγματική τιμωρία, πραγματικός πόνος) όταν ο αριθμός των αθώων υπερβαίνει τον ένα. Το βασικό αντικείμενο της τιμωρίας, η αποτροπή των αθώων, επιτυγχάνεται δηλαδή με το μέσο της ίδιας της εικόνας, με το να καλλιεργεί την ιδέα της τιμωρίας στα μυαλά των αθώων. Το καίριο ερώτημα γίνεται έτσι: πως δημιουργείται αυτή η εικόνα;

Που ακριβώς βρίσκεται αυτή η διάσταση του θεάματος στη τιμωρία; Τι είναι αυτό που είναι σκηνοθετημένο στη τιμωρία; Η κύρια σκέψη του Bentham εδώ, είναι στην επίτευξη του μέγιστου εμφανούς πόνου με τον ελάχιστο δυνατό πραγματικό πόνο, δηλαδή, επίτευξη της μεγαλύτερης επιρροής της τιμωρίας στους άλλους με τον λιγότερο προκαλούμενο πόνο.

Μιας και μόνο η εικόνα της τιμωρίας είναι που επιδρά στους άλλους, στα μυαλά τους, δεν είναι απαραίτητο, για να αυξηθεί η συνέπεια της τιμωρίας πάνω στους άλλους, να συμπληρωθεί η πραγματική τιμωρία με κάποια «επιπλέον πραγματική τιμωρία» – το ίδιο αποτέλεσμα πάνω στους άλλους μπορεί να επιτευχθεί με «άλλους λιγότερο δαπανηρούς τρόπους», δηλαδή, με σκηνοθετημένες «επισημότητες διακριτές από την ίδια τη τιμωρία, και την επακόλουθη εκτέλεση της».

Ας ρίξουμε μια σύντομη στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τιμωρίας ως θέαμα, χαρακτηριστικά ξεκάθαρα προοριζόμενα για τους αθώους παρά για τους τιμωρούμενους, χαρακτηριστικά που αποτελούν το θεατρικό αποτέλεσμα της τιμωρίας.

Εκείνοι που αργότερα παίρνουν ενεργό μέρος στο θέαμα πρέπει πρώτα οι ίδιοι να υποβληθούν στο θέαμα· κατά συνέπεια, η υποδοχή των φυλακισμένων στην πανοπτική φυλακή μοιάζει, όπως σημειώνει η Janet Semple, «με μια τελετή μύησης παρά με μπάνιο»:

«Στην υποδοχή… πλήρης καθαρισμός σε ένα ζεστό μπάνιο – πλήρης επίσκεψη από το γιατρό. …Ρούχα καινούρια από τη κορυφή ως τα νύχια. …Πλύσιμο – αναγέννηση – σοβαρότητα – τελετή – μορφή προσευχής: η εικόνα θα ήταν εντυπωσιακή. Πένθιμη μουσική… ψαλμωδίες τουλάχιστον, με όργανο».

Οι φυλακισμένοι στο πανοπτικό φορούν μάσκες, οι γκριμάτσες εκφράζουν την σοβαρότητα των παραπτωμάτων τους: οι φυλακισμένοι έτσι λοιπόν, όπως είναι, ανεβάζουν στη σκηνή την ίδια τους την ενοχή. Θα φορούσαν αυτές τις μάσκες στη «μόνη περίσταση κατά την οποία τα μάτια τους θα έπρεπε να συναντήσουν το βλέμμα του κοινού», δηλαδή, κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας που θα παραβρίσκονταν πιστοί από έξω. Μιας και σε αυτή την περίσταση οι φυλακισμένοι θα ήταν εκτεθειμένοι στο βλέμμα του κοινού, αυτός ο «αιώνιος κύφωνας» μπορεί με το καιρό να τους σκληρύνει και να τους κάνει αναίσθητους, τελικά εμποδίζοντας το σωφρονισμό τους. σε κάθε άλλη περίπτωση, οι φυλακισμένοι δεν θα ξέρουν αν παρακολουθούνται, καθώς το βλέμμα του κοινού θα ήταν κρυμμένο από αυτούς: περιστασιακοί επισκέπτες θα είχαν την άδεια να δουν στο εσωτερικό του πανοπτικού από ένα κεντρικό πύργο παρατήρησης, που θα τους επιτρέπει να παρατηρούν τους φυλακισμένους ενώ οι ίδιοι παραμένουν αόρατοι. Μέσα από τις μάσκες, έτσι, η ενοχή μπορεί να «διαπομπευθεί με αφηρημένο τρόπο», δίχως την έκθεση του προσώπου του ενόχου: την ίδια στιγμή, αυτή η «μασκαράτα», που είναι παρόλα αυτά «σοβαρή, συγκινητική και επιμορφωτική», αυξάνει την ωφέλιμη εντύπωση που προκαλεί στους θεατές. Είναι για τα μάτια των αθώων – δηλαδή, για τα μάτια εκείνων που πρέπει να αποτραπούν από τα παραπτώματα – που η ενοχή των φυλακισμένων στο πανοπτικό ανεβαίνει στη σκηνή.

Με την τη σκηνοθεσία του θεάματος της τιμωρίας, που σκοπό έχει να είναι όσο πιο τρομακτική γίνεται, μπορούμε ακόμη και να αντλήσουμε από την εμπειρία της Ιεράς Εξέτασης. Είναι αλήθεια πως το σύστημα τιμωρίας της Ιεράς Εξέτασης ήταν άδικο και βάρβαρο, αλλά οι ικανότητες που επιδεικνύονταν από τους Ιεροεξεταστές στην παραγωγή του απόλυτου θεατρικού αποτελέσματος – η χρήση τους των αυστηρών ακολουθιών, επιβλητικά ενδύματα, τρομακτικό σκηνικά κλπ. – στα μάτια του Bentham, «μάλλον αξίζουν το θαυμασμό και τη μίμησή μας παρά την καταδίκη μας».

Στην εκτέλεση της τιμωρίας, που λειτουργεί κυρίως ως παράδειγμα για τους αθώους, πρέπει να αρπάζουμε κάθε ευκαιρία να εντυπωσιάσουμε το βλέμμα τους: ¨μη χάνουμε καμμιά ευκαιρία για να μιλήσουμε στα μάτια τους», γράφει ο Bentham. Έτσι, για τον Bentham, το κύριο μέλος κάθε καλά συγκροτημένης επιτροπής ποινικού δικαίου δεν είναι παρά ο «διευθυντής του θεάτρου» που θα μπορεί, φυσικά, να ξέρει πως να επιτύχει το μεγαλύτερο αποτέλεσμα από τη σκηνοθεσία της τιμωρίας.

Το θέαμα μας επιτρέπει να αυξήσουμε το μέγεθος του εμφανούς πόνου δίχως την αύξηση της απαραίτητης πραγματικής τιμωρίας. Έτσι για την επίτευξη του μεγαλύτερου αντίκτυπου της τιμωρίας, δεν είναι απαραίτητο να προκληθεί επιπλέον, υπερβολικός πόνος στο τιμωρούμενο άτομο.

Κάθε φορά που ένα ίσο αποτέλεσμα τιμωρίας επιτυγχάνεται πάνω στους άλλους με πιο οικονομικά μέσα, κάθε επιπλέον πραγματική τιμωρία είναι καθαρή απώλεια, λέει ο Bentham. Και η πραγματική τιμωρία, ο ίδιος ο πραγματικός πόνος – δεν είναι και αυτός εντελώς αχρείαστος;

Μιλώντας συγκεκριμένα, το τιμωρούμενο άτομο δεν αξίζει τιμωρία, δηλαδή, πόνο· δεν είναι λιγότερο παράλογο να πούμε πως αξίζει το πόνο από το να πούμε πως του αξίζει το κόψιμο του γιατρού αν ήταν άρρωστος: «Σε κανένα άνθρωπο δεν αξίζει η τιμωρία», λέει ο Bentham. «Όταν ένας χειρουργός κόβει το άκρο, είναι επειδή ο ασθενής άξιζε το κόψιμο; Όχι, αλλά επειδή το άκρο μπορεί να θεραπευτεί». Επιπλέον, θα ήταν εξίσου παράλογο να περιμένουμε πως είναι δυνατό να επανορθώσει για το ίδιο το παράπτωμα μέσα από τη τιμωρία, δηλαδή να πούμε, πως ο πραγματικός πόνος του τιμωρούμενου παραβάτη μπορεί να φέρει ικανοποιητική ικανοποίηση στο θύμα του παραπτώματος. Στην όψη του παραβάτη να βιώνει πόνο – ανεξαρτήτως πόσο τρομακτική – το θύμα είναι δεδομένο πως θα απογοητευτεί και να μείνει ανικανοποίητο: σύμφωνα με τον Bentham, είναι αδύνατο μέσα από τη τιμωρία, δηλαδή μέσα από το πόνο που βιώνεται από τον τιμωρούμενο παραβάτη, να προκαλέσει στο θιγμένο μέλος μια ικανοποίηση ίση με το πόνο που βίωσε ως θύματος του παραπτώματος.

Μπορεί να μοιάζει, έτσι, πως τίποτα που μπορεί να επιτευχθεί από την πραγματικότητα, δεν μπορεί να επιτευχθεί εξίσου μέσα από την εμφάνιση.

Αν το βασικό αντικείμενο της τιμωρίας, η αποτροπή των άλλων, μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της εικόνας («είναι η εμφανής τιμωρία που κάνει όλη τη δουλειά»), και αν η πραγματικότητα είναι εντελώς αχρείαστη ακόμη και καταστροφική («είναι η πραγματική τιμωρία  που κάνει όλο το κακό»), δεν είναι δυνατό τότε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα μέσα από προσποιητή τιμωρία, μέσα από τη φαντασία; Με το τρόπο αυτό θα είναι δυνατό να συνεισφέρουμε στην συνολική ευτυχία της κοινότητας  χωρίς το παραμικρό έξοδο, δίχως την ανάγκη να θυσιαστεί οποιαδήποτε από την ατομική ευτυχία του τιμωρούμενου.

Για παράδειγμα, ένα κτίριο μπορεί να κατασκευαστεί ώστε να μοιάζει εξωτερικά με το πανοπτικό· περιστασιακές φωνές, όχι φυλακισμένων, αλλά από ανθρώπους  που έχουν προσληφθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, μπορούν να ακούγονται από μέσα. Ενώ άλλοι θα σκέφτονται πως οι παραβάτες τιμωρούνται για τις πράξεις τους, στη πραγματικότητα, κανένας απολύτως θα βιώνει τιμωρία. Ένα «καλό δεύτερου βαθμού» μπορεί να παραχθεί έτσι δίχως να απαιτείται κανένα «κακό πρώτου βαθμού».

Καθώς η προώθηση της μπενθαμισμού τελειώνει μέσα από την απάτη ή ψευδαίσθηση, ή, με μεγαλύτερη ακρίβεια,  μέσα από την εμφάνιση που δεν είναι η ίδια αποτέλεσμα της πραγματικότητας – με μια λέξη, μέσα από τη φαντασία – είναι στη πράξη αντιπαραγωγική, όπως σημειώνει ο Ross Harrison, «ο καλύτερος, δηλαδή ο ευκολότερος, σιγουρότερος, φθηνότερος τρόπος επίτευξης της εικόνας της τιμωρίας, είναι έχοντας το αληθινό αντικείμενο», δηλαδή το πραγματικό πανοπτικό. Η ένσταση του Bentham για την δίχως εγγύηση χρήση της φαντασίας είναι πως τρέφει περιφρόνηση για την αλήθεια· οι φαντασιώσεις είναι αποδεκτές μόνο όταν είναι απαραίτητες.

Ωστόσο, ακόμη και αν χτίσουμε ένα πραγματικό πανοπτικό, και ακόμη αν έτσι παρήγαμε την εμφάνιση με τα μέσα της πραγματικότητας, δεν μπορούμε ακόμη να αποφύγουμε εντελώς το να στηριζόμαστε στη φαντασία. Αυτό ισχύει επειδή το πανοπτικό, η ίδια η πραγματικότητα, είναι ήδη δομημένη σαν φαντασίωση. Για να επιτύχει το πραγματικό πανοπτικό τον εξωτερικό του στόχο (την αποτροπή των αθώων από το να ενδώσουν στη παραβατικότητα) – και αυτός ο στόχος βαραίνει περισσότερο από την διαχείριση των φυλακισμένων στην ίδια έκταση που ο αριθμός των αθώων υπερβαίνει τον αριθμό των φυλακισμένων – πρέπει  φυσικά πρώτα να επιτύχει τον εσωτερικό του στόχο: πρέπει να αποτρέψει τους ίδιους τους κρατούμενους από το να εγκληματήσουν. Αυτό όμως που αποτρέπει τους φυλακισμένους από το να εγκληματήσουν, αυτό που συντηρεί το πανοπτικό στην εσωτερική του δομή, και που προσφέρει στο πραγματικό την εσωτερική του συνοχή, είναι στη πράξη, τίποτα άλλο παρά μια φαντασίωση.

Αν και το πανοπτικό αποτρέπει τους αθώους από το να προβούν σε παραπτώματα με την παραγωγή της εικόνας μέσα από τη πραγματικότητα, ώστε να είναι αυτή η πραγματικότητα να παράγει τελικά αυτή την εμφάνιση, πρέπει να συντηρείται η ίδια από μια εικόνα, που δεν είναι το αποτέλεσμα της πραγματικότητας, αλλά που η ίδια είναι φαντασία. Αν αφαιρούσαμε αυτή τη φαντασίωση από τη πραγματικότητα, θα χάναμε την ίδια την πραγματικότητα

A

απόσπασμα από την εισαγωγή στο βιβλίο The PanopticonWritings (Verso Books, 1995). Ο Miran Božovič είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα και ψυχαναλυτής.

Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

geniusloci2017