Την 1η Μαΐου 1927 στο λιμάνι Ταμπίκο του Μεξικού, χίλιοι εργάτες συγκεντρώθηκαν στο αμερικάνικο προξενείο. Κλείνοντας το δρόμο μπροστά από το κτίριο, άκουγαν καθώς τοπικοί ηγέτες των εργατικών σωματείων, ανέβαιναν ο ένας μετά τον άλλο πάνω σε ένα κάδο απορριμμάτων για να εκφωνήσουν φλογερούς λόγους. Η αποκηρύξεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, της εξουσίας της Γουόλ Στριτ, και των αδικιών του κεφαλαίου έφεραν τα επιφωνήματα επιδοκιμασίας από το συγκεντρωμένο πλήθος. Ήταν όμως οι αναφορές τους για τη μοίρα δύο Ιταλών αναρχικών στις Ηνωμένες Πολιτείες, του Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti, που προκάλεσαν το «μεγαλύτερο ενθουσιασμό», σύμφωνα με τα λόγια ενός Αμερικάνου αξιωματούχου του προξενείου που παρακολουθούσε την εκδήλωση. Οι ομιλητές αποκάλεσαν τους Sacco και Vanzetti «συμπατριώτες» και «αδελφούς» τους. Παρότρυναν τους Αμερικάνους αξιωματούχους να ακούσουν τη φωνή της «εργατικής τάξης σε όλο το κόσμο» και να απελευθερώσουν τους δυο άνδρες από τις θανατικές τους ποινές.
Μεταξύ 1921 και 1927, καθώς η δίκη και οι εφέσεις των Sacco και Vanzetti προχωρούσαν, σκηνές σαν αυτή στο Ταμπίκο επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Σε εκείνα τα έξι χρόνια, η υπόθεση των Sacco και Vanzetti εξελίχθηκε από μια τοπική δίκη για ληστεία και φόνο σε παγκόσμιο γεγονός. Χτίζοντας πάνω σε προϋπάρχοντα δίκτυα, αλληλεγγύη, και ταυτότητες και ωθημένες από μια βραχύβια αλλά πολύ ισχυρή αίσθηση υπερεθνικής εργατικής αλληλεγγύης, το κίνημα υπέρ τους αποκρυσταλλώθηκε σε μια μοναδική στιγμή διεθνούς συλλογικής κινητοποίησης. Αν και ο κόσμος δεν θα βίωνε ποτέ ξανά μια διεθνή, εργατική διαμαρτυρία ανάλογης κλίμακας, το κίνημα για την σωτηρία των Sacco και Vanzetti τόνισε τα όλο και πυκνότερα διεθνή δίκτυα που συνέχισαν να διαμορφώνουν τα κοινωνικά κινήματα σε ολόκληρο τον 20ο αιώνα.
Η «παρωδία της δικαιοσύνης» που ήταν το αντικείμενο της διαμαρτυρίας Μεξικάνων, Γάλλων, Αργεντινών, Αυστραλών και Γερμανών εργατών, μεταξύ άλλων, ξεκίνησε από γεγονότα που συνέβησαν λίγο έξω από την Βοστώνη το 1920. Στις 15 Απριλίου, η μισθοδοσία της Εταιρίας Υποδημάτων Slater & Morill στο Νότιο Μπρέιντρι της Μασαχουσέτης, κλάπηκε και ο υπεύθυνος μισθοδοσίας και ένας φρουρός σκοτώθηκαν. Ενεργώντας πάνω σε μια διαίσθηση πως το έγκλημα ήταν έργο ντόπιων αναρχικών, ένας βετεράνος αστυνομικός, ο Michael Stewart, συνέλαβε δύο άγνωστους ριζοσπάστες και τους κατηγόρησε για ληστεία και φόνο. Η σύλληψη των δυο – του Nicola Sacco και του Bartolomeo Vanzetti – που ήρθε σε μια εποχή έντονης πολιτικής καταστολής στις Ηνωμένες Πολιτείες, τράβηξε τη προσοχή φιλοαριστερών. Όταν οι ένορκοι στο Ντένταμ της Μασαχουσέτης κήρυξε τους δυο άνδρες ενόχους για φόνο στις 14 Ιουλίου 1921, αναρχικοί και ριζοσπάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό προχώρησαν σε δράση. Η δίκη, στα μάτια τους, ήταν δικαστική κοροϊδία: Δεν βρέθηκαν χρήματα που να συνδέουν τους δύο καταδικασμένους άνδρες με το έγκλημα. Δεν υπήρχαν φυσικές αποδείξεις εναντίον του Vanzetti. Και οι δύο άνδρες είχαν άλλοθι, και πολλούς μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ τους. Οι μάρτυρες κατηγορίας έκαναν αντιφατικές και αδύναμες μαρτυρίες. Από τις εναρκτήριες τοποθετήσεις του εισαγγελέα που καλούσε τους «καλούς και αληθινούς ανθρώπους» της Κομητείας του Νόρφολκ μα «σταθούν ενωμένοι» ως τις τελευταίες οδηγίες του προεδρεύοντα δικαστή προς τους ενόρκους χαιρετίζοντας το «πατριωτισμό» και την «ανώτερη αμερικάνικη πίστη», το δικαστήριο φαίνονταν πως είχε θέσει μεγάλη σημασία στην θέση των κατηγορούμενων ως μεταναστών και των απόψεων τους ως ριζοσπαστών για την ενοχή τους. Η εμφανής αδικία της δίκης και το αρνητικό της αποτέλεσμα πείσμωσε τους υποστηρικτές των Sacco και Vanzetti για να ζητήσουν νέα δίκη. Στη Βοστόνη, τη Νέα Υόρκη, και το Σικάγο, και, πιο εκπληκτικά, στη Πόλη του Μεξικού, το Μπουένος Άιρες, το Μοντεβιδέο, τη Μασσαλία, τη Κάζαμπλάνκα, και το Καράκας, εργάτες οργάνωσαν αγρυπνίες και διαμαρτυρίες για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με τους Sacco και Vanzetti. Στη Βενεζουέλα σύμφωνα με Αμερικάνο εφημέριο εκεί, «πρακτικά ολόκληρες οι κατώτερες τάξεις τους θεωρούσαν μάρτυρες». Ένας γέρος υπηρέτης μιας καλοστεκούμενης οικογένειας, αφηγήθηκε, είχε ακόμη «τοποθετήσει μια φωτογραφία των Sacco και Vanzetti από μια εφημερίδα τριγυρισμένη από κεριά και προσεύχονταν για αυτούς μπροστά της». Οι καταιγίδες διαμαρτυρίας που ξέσπασαν σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική οδήγησαν την συντηρητική γαλλική εφημερίδα Le Figaro να αναρωτηθεί άμεσα, «σε τι είδος σφάλμα είναι μάρτυρας ο κόσμος;». Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού από την Νέα Υόρκη, Nation, έγραψε λίγο πριν την εκτέλεση τους «Πείτε για την αλληλεγγύη του ανθρώπινου γένους! Πότε υπήρξε ένα πιο ξεκάθαρο παράδειγμα αλληλεγγύης των μεγάλων μαζών των ανθρώπων από αυτό;».
Κανείς δεν χαρτογράφησε την παγκόσμια φύση της κινητοποίησης σε στήριξη των Sacco και Vanzetti ή έχει εξηγήσει επαρκώς την διεθνή τους σημασία. Αντίθετα, ολόκληρα ράφια με βιβλία έχουν εστιάσει στις νομικές πλευρές της δίκης τους, ανέλυσαν τις εγχώριες συνέπειες της, και επανέλαβαν το ερώτημα της ενοχής και της αθωότητας. Αυτή η εστίαση ήταν κυρίαρχη στην βιβλιογραφία κυρίως επειδή το ερώτημα της ενοχής ή της αθωότητας αποδείχτηκε τόσο δύσκολο να επιλυθεί. Η προκατειλημμένη διαδικασία της δίκης και η χρήση προβληματικών στοιχείων κάνουν τους ισχυρισμούς για την ενοχή κάθε άνδρα από αυτούς δύσκολο να στοιχειοθετηθεί, αλλά ούτε και η αθωότητα τους έχει αποδειχτεί ακράδαντα. Βαλλιστικά στοιχεία δείχνουν το όπλο του Sacco ως το όπλο του φόνου, και δηλώσεις του δικηγόρου του Sacco, Fred Moore όταν εγκατέλειψε την υπόθεση και του αναρχικού Carlo Tresca λίγο πριν το θάνατο του δείχνουν προς την ενοχή του Sacco. Κάποιο λένε πως τα βαλλιστικά στοιχεία ήταν αποτέλεσμα «παγίδευσης» και πως η πικρία και ο θυμός οδήγησαν τον Tresca και τον Moore να αλλάξουν τις γνώμες τους χρόνια μετά τη δίκη. Ακόμη και εκείνοι που υποστηρίζουν την ενοχή του Sacco, ισχυρίζονται πως ο Vanzetti ήταν μάλλον αθώος. Υπάρχει συνεχώς χώρος για κάτι περισσότερο από «εύλογη αμφιβολία».
Η εστίαση στην ενοχή ή την αθωότητα των Sacco και Vanzetti μας έχει οδηγήσει στο να αγνοήσουμε το τεράστιο διεθνές κίνημα για την στήριξη τους. Άλλες κακοποιήσεις της δικαιοσύνης και άλλες προσπάθειες καταστολής ριζοσπαστικών κινημάτων δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τέτοια κατακραυγή. Έτσι λοιπόν για οι Sacco και Vanzetti; Μια προσεκτικότερη ματιά σε αυτή τη στιγμή διεθνούς κινητοποίησης όχι μόνο αποκαλύπτει μια εντυπωσιακή και σημαντική ιστορία αλλά επίσης φέρνει μια νέα οπτική στις διεθνείς συνδέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξίσου σημαντικό, η ξεχωριστή οπτική αναγκαία για να ειπωθεί αυτή η ιστορία, υπόσχεται να αποκαλύψει διαστάσεις ιστορίας της δεκαετίας του 1920 που ξεπερνούν μεμονωμένα εθνικά κράτη.
Τα τελευταία χρόνια μελετητές έχουν ζητήσει από τους Αμερικάνους ιστορικούς να ενσωματώσουν την αμερικάνικη ιστορία σε διεθνές πλαίσιο. Οι ιστορικοί έχουν ανακαλύψει ταυτότητες, δίκτυα, και διαδικασίες που εκτείνονται πέρα από το έθνος κράτος. Τέτοιες μελέτες, που εστιάζουν σε οικονομικές ιδέες, πολιτικές, κοινωνικές ελίτ, και θεσμούς, έχουν αγνοήσει τα υπερεθνικά κοινωνικά κινήματα. Επιστρέφοντας στην ιστορία των Sacco και Vanzetti, το δοκίμιο αυτό αποκαλύπτει μια σημαντική στιγμή δημιουργίας ενός υπερεθνικού δικτύου. Αν και είχαν προηγηθεί προηγούμενες υπερεθνικές κινητοποιήσεις κατά τον 19ο και πρώιμο 20ο αιώνα – από την κατάργηση της δουλείας ως την ψήφο των γυναικών – το «πάθος» των Sacco και Vanzetti έφερε τις λαϊκές μάζες για πρώτη φορά στο προσκήνιο της διεθνούς διαμαρτυρίας. Ποτέ πριν οι διεθνείς ριζοσπαστικοί θεσμοί και οι διεθνείς μαζικές επικοινωνίες δεν είχαν παίξει τόσο κεντρικό ρόλο στη συλλογική λαϊκή κινητοποίηση. Το διεθνές κοινωνικό κίνημα γύρω από τους Sacco και Vanzetti επίσης δείχνει τις μεταμορφώσεις στις δυναμικές του παγκόσμιου ριζοσπαστισμού και της τάξης. Μόνο αν κινηθούμε πέρα από τα ξεχωριστά έθνη μπορούμε να κατανοήσουμε ποιες δυναμικές δεν ήταν «γαλλικές», «αμερικάνικες» ή «αργεντίνικες», αλλά κομμάτι ευρύτερων τάσεων με συνέπειες σε πολλές χώρες. Είναι αυτές οι τάσεις που αποκαλύπτει η ιστορία του κοινωνικού κινήματος υπέρ των Sacco και Vanzetti.
Αυτό το δοκίμιο κοιτά στην διεθνή ιστορία της δεκαετίας του 1920 από μια ξεχωριστή οπτική. Το πρώτο από τα τρία μέρη ιχνηλατεί την δημιουργία του παγκόσμιου ριζοσπαστισμού, ειδικότερα, τις εθνικές διαστάσεις της διεθνούς κινητοποίησης και την αναγκαία κουλτούρα της αριστεράς για να κάνει τα ονόματα των δύο ανδρών γνωστά σε απομακρυσμένα μέρη. Το δοκίμιο εξηγεί πως η υπόθεση ακούστηκε τόσο ευρέως και βαθιά λόγο της νέας ορατότητας και λόγου των μαζών μετά το 1ο ΠΠ. Δεύτερο, το δοκίμιο μελετά πως μια κινητοποίηση γύρω από μια μοναδική υπόθεση εξελίχθηκε σε ευρύ κίνημα λαϊκού μετώπου. Εδώ τονίζω το ρόλο των διανοούμενων και των διεθνών συνδέσμων τους. Πιστεύω πως ο τόπος της υπόθεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια εποχή μεγάλων ανησυχιών για την αναδυόμενη αμερικάνικη δύναμη είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της σπουδαιότητας της. Τρίτο, το δοκίμιο μελετά την μνήμη της υπόθεσης στον απόηχο της εκτέλεσης των δυο ανδρών, η οποία καθόρισε την σημασία των «Sacco και Vanzetti» στη δεκαετία του 1920 και πιο πέρα.
Η σημασία της υπόθεσης των Sacco και Vanzetti πρέπει να ενταχθεί στην ιστορία του εργατικού διεθνισμού. Από την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς το 1864, οι ριζοσπαστικές εργατικές πολιτικές ήταν διεθνιστικές σε θεωρία και πράξη. Αναρχικοί, κομμουνιστές, και σοσιαλιστές, αν και εχθρικοί ο ένας προς τον άλλο, μοιράζονταν ένα όραμα εργατικής αλληλεγγύης που επεδίωκε να υπερβεί εθνικές αγκυλώσεις ώστε να στηρίξει συντρόφους σε μακρινά μέρη. Η παγκόσμια παρουσία των Sacco και Vanzetti δείχνει προς μια στιγμή όπου τα ριζοσπαστικά εργατικά κινήματα στην Ευρώπη, την Λατινική Αμερική, και στη Βόρεια Αμερική είχαν χτίσει πάνω στη μαζική ευρωπαϊκή μετανάστευση των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα για να σχηματίσουν υπερεθνικές κοινότητες, δίκτυα, και ταυτότητες.
Η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως του υπέρτατου καπιταλιστικού κράτους, ενθάρρυνε επιπλέον τους ριζοσπάστες από όλο το κόσμο να ενδιαφερθούν για το αμερικάνικο εργατικό κίνημα. Όπως έγραψε ο Friedrich Engels το 1886 αναφορικά με την άνοδο και τη πτώση των Ιπποτών της Εργατικής Τάξης (Knights of Labor), «Πουθενά σε ολόκληρο το κόσμο δεν εμφανίζονται [οι καπιταλιστές] τόσο ξεδιάντροποι και τυραννικοί όσο εκεί». Το διεθνές ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα είχε κινητοποιηθεί με αλληλεγγύη προς βοήθεια των θυμάτων του «ταξικού πολέμου» στις Ηνωμένες Πολιτείες – από την υπόθεση Χέιμαρκετ το 1886 ως την προσπάθεια για απονομή χάριτος στον Tom Mooney και στον Warren Billings, δύο ριζοσπάστες που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για φόνο όταν μια βόμβα ρίχτηκε στη διάρκεια παρέλασης σε μια ημέρα ετοιμότητας στο Σαν Φρανσίσκο το 1916.
Ο προλεταριακός διεθνισμός, όπως ο εθνικισμός, ορίζονταν από μια φανταστική κοινότητα, με την παγκόσμια εργατική τάξη ως σημείο αφετηρίας της. Ο παγκόσμιο εργατικό κίνημα μιλούσε με μια συναισθηματική γλώσσα· όροι όπως «αδερφός» και «αδελφοσύνη» ενθάρρυνε τα μέλη της να σκεφτούν τους δεσμούς τους σαν ομοαίματοι. Σε μια εποχή μαζικής μετανάστευσης όταν η καθολική ψήφος είχε κερδηθεί μόλις πριν λίγο καιρό σε πολλές χώρες, εκκλήσεις σε αυτή την εναλλακτική αίσθηση κοινότητας ήταν ευπρόσδεκτες μεταξύ πολλών εργατών.
Οι Sacco και Vanzetti ταύτισαν τους εαυτούς τους πρόθυμα με αυτή τη κοινότητα, ως μέλη ενός δικτύου αναρχικών που εκτείνονταν από την Ελβετία, τη Γαλλία, και την Ιταλία στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή. Ενώ η αυξανόμενη δύναμη του συνδικαλισμού και του σοσιαλισμού και η ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς το 1919 έδειξε την όλο και μικρότερη επιρροή του αναρχισμού , μερικοί ριζοσπάστες συνέχισαν να υποστηρίζουν τα αντικρατικά και ατομικιστικά δόγματα του αναρχισμού που διατυπώθηκαν από θεωρητικούς όπως ο Mikhail Bakunin και ο Peter Kropotkin. Οι Sacco και Vanzetti ήταν ανάμεσα τους. αφού μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ιταλία το 1908, οι δυο νεαροί άνδρες αφιερώθηκαν στα ιδανικά της «άμεσης δράσης». Ανήκαν στον μυστικό, υπερακτιβιστικό κύκλο Ιταλών αναρχικών γύρω από τον Luigi Galleani, τον οποίο ο Vanzetti κάποτε αναγνώρισε ως «δάσκαλο» τους, ένα χαρισματικό άνδρα που ρομαντικοποίησε τη βία ως νόμιμη απάντηση στην αδικία.
Ενώ η έμφαση των γκαλεανιστών στην «προπαγάνδα της πράξης» τους τοποθέτησε στο υπέρτατο άκρο του αριστερού πολιτικού φάσματος, η έντονη ταύτιση τους με την παγκόσμια εργατική αλληλεγγύη ήταν στο πυρήνα της ριζοσπαστικής εργατικής πολιτικής. Οι αναρχικοί, οι συνδικαλιστές, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές την μοιράζονται. Το κίνημα για να σωθούν οι Sacco και Vanzetti μπόρεσε να εξαπλωθεί εξαιτίας αυτών πυκνών διεθνών συνδέσμων. Ο Galleani, τον οποίο οι Sacco και Vanzetti συνάντησαν όταν ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 1901 και 1919, είχε ζήσει στην Ιταλία, την Γαλλία, την Ελβετία, την Αίγυπτο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και το Καναδά. Αν τόσο ο Sacco όσο και ο Vanzetti είχαν ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες για το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής τους, είχαν περάσει ένα έτος στο Μεξικό με μια ομάδα από γκαλεανιστές ακτιβιστές το 1917. Επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά μερικοί από τους συντρόφους τους πήγαν στην Ιταλία και άλλοι προς την Νότια Αμερική· έτσι είχαν προσωπικές επαφές με αναρχικούς ακτιβιστές πέρα από τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε όλη τη μακρά περίοδο της φυλάκισης τους, ενίσχυσαν αυτές τις επαφές, γράφοντας σε αναρχικούς συμπατριώτες σε μέρη όπως η Γαλλία και η Αργεντινή, ζητώντας βοήθεια, λαμβάνοντας νέα για τις παγκόσμιες δραστηριότητες για λογαριασμό τους, και πιέζοντας για μεγαλύτερη κινητοποίηση. Ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος των Sacco και Vanzetti οριοθετούνταν τόσο από την απόμακρη διεθνή κοινότητα αναρχικών και ριζοσπαστικών «μαζών» όσο και από τις τοπικές κοινότητες στις οποίες ζούσαν και την Gruppo Autonomo, την ιταλική αναρχική οργάνωση στη Βοστώνη και στην οποία ήταν μέλη.
Οι διεθνείς επαφές αυτού του στενού κύκλου γκαλεανιστών διέδωσαν τα πρώτα νέα των συλλήψεων και των καταδικών τους, αλλά η έμφαση των γκαλεανιστών στην προπαγάνδα της πράξης και η καχυποψία τους προς τους θεσμούς, μεταξύ τους τα εργατικά συνδικάτα, έκανε τον δικό τους διεθνισμό πάρα πολύ αντιοργανωτικό για να υποστηρίζει ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα. Μια ευρύτερη ομάδα ριζοσπαστών που στήριξαν τους δύο άνδρες είχαν τις θεσμικές επαφές για να το κάνουν αυτό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Carlo Tresca, ένας εικονοκλάστης ριζοσπάστης, γρήγορα επικοινώνησε με τους αριστερούς συμμάχους του για να ζητήσει τη βοήθεια τους. Ο Tresca έφερε τον Fred Moore, ένα ριζοσπάστη δικηγόρο που, μαζί με τους ντόπιους δικηγόρους από τη Βοστόνη Jeremiah και Thomas McAnarney, ήταν αρχικά επικεφαλής της υπεράσπισης των δυο ανδρών. Ο Fred Moore υπήρξε παλιότερα μέλος της νομικής ομάδας που πέτυχε την απαλλαγή των συνδικαλιστών Arturo Giovannitti και Joseph Ettor, που είχαν δικαστεί για φόνο σε σχέση με απεργία για «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» το 1912 στο Λόρενς της Μασαχουσέτης. Ο Moore αφιέρωσε τις δυνάμεις του όχι μόνο στο να επιδιώξει στρατηγικές για την αίθουσα του δικαστηρίου αλλά και για να χτίσει ένα κίνημα εργατικής αλληλεγγύης. Αλληλογραφούσε με ηγέτες συνδικάτων, σοσιαλιστές και κομμουνιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας τις επαφές που είχε αναπτύξει με τα χρόνια μέσα στους εργατικούς κύκλους. Οι εμπειρίες του στη διάρκεια της δίκης του Giovannitti και του Ettor τον είχαν κάνει καλό γνώστη των δυνατοτήτων της διεθνούς αλληλεγγύης.
Για να χτίσει ένα κίνημα, ο Moore πρώτα εργάστηκε για να συνδέση την υπόθεση των Sacco και Vanzetti με εκείνον του οργανωμένου εργατικού κινήματος, αντιμετωπίζοντας την υπόθεση ως «τον άξονα γύρω από τον οποίο το εργατικό κίνημα στην Αμερική θα κινούνταν». Με δεδομένη την περιφερειακή ενασχόληση των Sacco και Vanzetti με τα συνδικάτα, ο Moore γνώριζε πως οι προσπάθειες του θα ήταν δύσκολες, και, σε επιστολές σε κοντινούς συμμάχους. Ανησυχούσε για το αν θα πείσει τους ηγέτες των συνδικάτων. Ήλπιζε να χρησιμοποιήσει το διεθνές εργατικό κίνημα για να ξεπεράσει την «θέση» της Αμερικάνικης Εργατικής Ομοσπονδίας και να την σπρώξει να πάρουν θέση στην υπόθεση. Έγραψε στους φίλους του στους ιταλικούς εργατικούς κύκλους να πιέσουν την ιταλική «εργατική ομοσπονδία» (δηλαδή την Γενική Ομοσπονδία Εργατών) να εκδώσει μια δήλωση που να στηρίζει τους δύο άνδρες. Ένας φίλος, νέο μέλος του ιταλικού κοινοβουλίου, απάντησε «αγαπημένε μου σύντροφε Moore, … είμαι πρόθυμος να προσπαθήσω με το μέγιστο των δυνάμεων μου». Ο Moore επίσης έστειλε το νεαρό δημοσιογράφο Eugene Lyons, Workers Defense League της Νέας Υόρκης, στην Ευρώπη για να διαδώσει τα νέα για την υπόθεση. Ο Moore και οι υποστηρικτές των Sacco και Vanzetti σε γενικές γραμμές είχαν μεγαλύτερη επιτυχία με κεντρικές εργατικές οργανώσεις έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες από ότι με εγχώριες. Η Αμερικάνικη Εργατική Ομοσπονδία πέρασε ψηφίσματα το 1922 και το 1924 υπέρ των δυο ανδρών αλλά πρόσφερε ελάχιστη άλλη χειροπιαστή βοήθεια. Τοπικές και πολιτειακές εργατικές ομοσπονδίες έδιναν συχνά στήριξη, και απλοί εργάτες κατά καιρούς εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους γενναιόδωρα: μια συνέλευση άνεργων εργατών μεταξουργίας στην Νέα Υόρκη το 1922, για παράδειγμα, μάζεψαν πάνω από εβδομήντα δολλάρια. Τέτοια υποστήριξη ωστόσο, ήρθε γενικά από τις γραμμές των μεταναστών και των ανειδίκευτων· η μάζα των ειδικευμένων ντόπιων εργατών παρέμεινε αδιάφορη.
Ο Moore και οι στενοί του σύμμαχοι όπως η Elizabeth Gurley Flynn επίσης έκαναν εκλήσεις σε ριζοσπαστικές οργανώσεις. Συνάντησαν ευήκοο κοινό στις μικροσκοπικές κομμουνιστικές οργανώσεις που τότε άρχισαν να σχηματίζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1921 το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Αμερικής κάλεσε σε εκστρατεία αλληλεγγύης. Η πρόσφατα ιδρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα απάντησε σε αυτή την έκκληση και κάλεσε σε παγκόσμια εκστρατεία αλληλεγγύης το φθινόπωρο του 1921. Η Ρωσική Επανάσταση είχε μόλις απελευθερώσει τις ριζοσπαστικές πολιτικές φαντασίες σε χώρες σε ολόκληρο το κόσμο. Τώρα υποστηρικτές του πρόσφατα γεννημένου «εργατικού κράτους», μέσα από νεογέννητα κομμουνιστικά κόμματα, σήκωσαν το λάβαρο των Sacco και Vanzetti ως θυμάτων του «αστικού ταξικού πολέμου» των οποίων τα βάσανα μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν την στήριξη προς τα κόμματα.
Η υπόθεση των Sacco και Vanzetti, έτσι, κέρδισε ορατότητα εν μέρει επειδή έλαβε χώρα σε μια μεταβατική στιγμή της ριζοσπαστικής πολιτικής. Στη δεκαετία του 1920 ο αναρχισμός, ένα σημαντικό ρεύμα στην ριζοσπαστική πολιτική των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, παράκμαζε και οι υποστηρικτές του αναζητούσαν νέα επέκταση στην πολιτική τους ζωή. Τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν μόλις ιδρυθεί. Και οι δύο ομάδες προσπαθούσαν να ενισχύσουν τους σκοπούς τους με το να στηρίξουν τους Sacco και Vanzetti. Τις πρώτες εβδομάδες του Οκτώβρη του 1921. Διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε Λονδίνο, Ρώμη, και Παρίσι. Στη Χάβρη της Γαλλίας, στις 10 Οκτώβρη του 1921, ζωηρές κόκκινες αφίσες σε ολόκληρη την πόλη κατήγγειλαν την απόφαση ως άδικη. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν το αμερικάνικο προξενείο στη Μασσαλία έλαβε αστυνομική προστασία εξαιτίας των «ιδιαίτερα μεγάλων» διαδηλώσεων μπροστά του, σύμφωνα με έναν Αμερικάνο προξενικό υπάλληλο. Μέχρι τα τέλη του μήνα, τρεις χιλιάδες οργανωμένοι εργάτες έκαναν πορεία στο κέντρο του Σαντιάγκο της Χιλής, καταγγέλλοντας τις «καπιταλιστικές κυβερνήσεις του κόσμου και απαιτώντας την απελευθέρωση των Ιταλών Sacco και Vanzetti», και στη Βασιλεία της Ελβετίας, σύμφωνα με τον προξενικό υπάλληλο εκεί, διαδηλωτές έξω από το προξενείο των ΗΠΑ «έκαναν ομιλίες και τον απείλησαν με θάνατο». Στην Ολλανδία, νωρίς το Δεκέμβρη, στην Επιτροπή Εμπορίου της Χάγης, το Κομμουνιστικό Κόμμα και η Επαναστατική Σοσιαλιστική Ένωση Γυναικών συναντήθηκαν για να διαδηλώσουν κατά της θανατικής ποινής, την οποία συνέδεσαν με την «ζωή και το θάνατο των επαναστατών εργατών όλων των χωρών».
Οι διαδηλώσεις μερικές φορές κατέληγαν στη βία. Στο Παρίσι στις 10 Οκτώβρη 1921, στον Αμερικάνο πρέσβη Myron Herrick, στάλθηκε βόμβα μέσω του ταχυδρομείου. Λίγο αργότερα, στη διάρκεια μιας συνάντησης στο Salle Wagram στο Παρίσι, μερικοί διαδηλωτές έριξαν μια βόμβα εναντίον της αστυνομίας. Στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, πολυάριθμοι αμερικάνικοι κυβερνητικοί στόχοι δέχτηκαν βομβιστική επίθεση. Στις 31 Οκτώβρη 1921 στη Πορτογαλία, μια βόμβα εξερράγη στην πρεσβεία των ΗΠΑ στη Λισαβώνα. Μια έκρηξη προκάλεσε ζημιές στην αμερικάνικη πρεσβεία στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, την επόμενη μέρα. Στην Ελβετία η πρόσοψη του Αμερικάνικου Προξενείου στην Ζυρίχη ανατινάχτηκε, και στις 8 Νοέμβρη μια βόμβα προκάλεσε ζημιές στο αμερικάνικο προξενείο στη Μασσαλία. Ενώ οι βομβιστικές επιθέσεις έκαναν πιο σκληρό ένα τμήμα της κοινής γνώμης εναντίον των δύο ανδρών, έφεραν επίσης την υπόθεση των Sacco και Vanzetti στο παγκόσμιο προσκήνιο. Ένας ριζοσπάστης έγραψε στον συνήγορο υπεράσπισης Fred Moore για τις διπλές συνέπειες των βομβιστικών επιθέσεων, «Μπορώ να κατανοήσω την δύσκολη θέση που είστε εξαιτίας του περιστατικού στο Παρίσι. Ωστόσο, ένα παραπροϊόν αυτού του γεγονότος είναι το πολύ μεγαλύτερο διεθνές ενδιαφέρον από πριν».
Ενώ το διεθνές ενδιαφέρον απλώνονταν από τη Χιλή ως τη Νέα Ζηλανδία, σε μια σειρά από χώρες – ιδιαίτερα σε Ιταλία, Γαλλία, Αργεντινή και Μεξικό – η πολιτική κινητοποίηση βάθυνε. Αυτές οι χώρες είχαν ισχυρά ριζοσπαστικά κινήματα βαθιά επηρεασμένα από τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό. Όλα τους είχαν γνωρίσει μόλις την γέννηση ταχέως αναπτυσσόμενων κομμουνιστικών κομμάτων, συχνά ιδρυμένων με τη βοήθεια πρώην αναρχικών, που έγιναν οι βασικοί πρόμαχοι του αγώνα των δυο ανδρών.
Τα μαχητικά ιταλικά αντικρατικά ρεύματα, τα βαθιά ταξικά ρήγματα, και ο έντονος τοπικισμός είχε δημιουργήσει ένα ζωντανό αναρχικό κίνημα, που από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε συνταχτεί με περιοδικές εκρήξεις εξέγερσης και βίας. Ένα κύμα εργατικής αναταραχής στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του 1920 όταν οι εργάτες κατέλαβαν βιομηχανίες στο Τορίνο και στο Μιλάνο. Ενώ η biennio rosso (κόκκινη διετία) της Ιταλίας έληξε στα τέλη του 1920, βίαιες συγκρούσεις μεταξύ της ριζοσπαστικής αριστεράς και των ταγμάτων εφόδου του Benito Mussolini πήρε τη θέση της, και έληξαν με την άνοδο του Mussolini στην εξουσία το 1922. Η Ιταλία δεν ήταν απλά η πατρίδα ισχυρών μαχητικών αριστερών ρευμάτων – από σοσιαλιστικά ως αναρχικά – αλλά επίσης η γενέτειρα των Sacco και Vanzetti, ενισχύοντας τη σημασία της υπόθεσης εκεί. Ο Errico Malatesta, ο επιφανέστερος Ιταλός αναρχικός, και η εφημερίδα του, η Umanità Nova, προώθησαν την υπόθεση των Sacco και Vanzetti. Ριζοσπάστες από τις Ηνωμένες Πολιτείες διέδωσαν επίσης τα νέα για την κατάσταση των δύο ανδρών σε ολόκληρη την Ιταλία. Ο Eugene Lyons, μεταφέροντας μια επιστολή από τον Fred Moore, έγραψε άρθρα για την υπόθεση των δύο ανδρών σε αριστερές εφημερίδες και βοήθησε στη δημιουργία μιας ιταλικής οργάνωσης για να συντονίσει τις προσπάθειες με την Επιτροπή Υπεράσπισης Sacco και Vanzetti στη Βοστόνη. «Έχω ελάχιστες αμφιβολίες», ανέφερε ο Lyons στον Moore, «πως μια εθνικής εμβέλειας προσπάθεια για τα δυο αγόρια είναι στο ξεκίνημα της». Τη χρονιά που ακολούθησε την δίκη και την καταδίκη των Sacco και Vanzetti, συναντήσεις προς στήριξη των δυο «πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη την Ιταλία», σύμφωνα με το αμερικάνικο προξενείο στη Φλωρεντία. Οι συναντήσεις τόνιζαν πως οι δυο άνδρες καταδικάστηκαν επειδή ήταν εργάτες ακτιβιστές και Ιταλοί μετανάστες. Το 1925 η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Ρώμη έλαβε αιτήσεις με χιλιάδες υπογραφές που διαμαρτύρονταν για την απόφαση. Ως το 1927 ο Αμερικάνος πρεσβευτής στη Ρώμη ανέφερε στο Υπουργείο Εξωτερικών πως «η κοινή γνώμη εδώ ήταν σχεδόν ομόφωνα εναντίον της εκτέλεσης τους». η άνοδος στην εξουσία των Φασιστών το 1922 έκαναν τις διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες σπάνιες· εκείνες που πραγματοποιήθηκαν γρήγορα συντρίβονταν. Ενώ ο Mussolini επέτρεψε κάποια δημόσια έκφραση στήριξης για τους δύο άνδρες σε άρθρα σε εφημερίδες και τελικά προσπάθησε παρασκηνιακά για επιείκεια, οι Αμερικάνοι κυβερνητικοί επίσημοι στην Ιταλία ήταν ευγνώμονες στη Φασιστική αστυνομία και κυβέρνηση που περιόρισαν τις διαμαρτυρίες. Όπως είπε ο H. P. Starrett του αμερικάνικου προξενείου στη Τζένοα, η «έλλειψη περιστατικών στη Τζένοα δεν οφείλεται στην αδιαφορία αλλά στην αυστηρότητα της πειθαρχίας που επιβλήθηκε από τη φασιστική κυβέρνηση. Αν δεν ήταν τα πολύ προσεχτικά μέτρα που έλαβαν οι αρχές κανένας δεν αμφιβάλει πως το κοινό εδώ θα είχε εκφράσει τη γνώμη του με βέβαιο τρόπο. Ας ελπίσουμε πως η πειθαρχία θα συνεχιστεί μέχρι ο κόσμος να ξεχάσει την υπόθεση».
Στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να καταφύγει σε τέτοια κατασταλτικά μέσα, η διαμαρτυρία άνθισε. Όπως στην Ιταλία, ο αναρχισμός είχε βαθιές ρίζες στη Γαλλία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, η βία περιοδικά είχε φουντώσει. Καθώς οι αναρχικοί ανταγωνίζονταν με τους συνδικαλιστές, τους σοσιαλιστές, και τους κομμουνιστές, η βασική αναρχική εφημερίδα της δεκαετίας του 1920, η Le Libértaire, κράτησε συνεχή ροή νέων σχετικά με την υπόθεση. Πράγματι, οι Sacco και Vanzetti ήταν βασική ενασχόληση των Γάλλων αναρχικών της δεκαετίας του 1920. Το οργανωμένο εργατικό κίνημα, βαθιά επηρεασμένο από τα αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα, βοήθησε τους αναρχικούς στις προσπάθειες τους. Η Γενική Εργατική Ομοσπονδία (Conféderation Générale du Travail, CGT), γεννημένη από αυτές τις τάσεις, χρησίμευσε σαν μια θεσμική δύναμη για την αλληλεγγύη προς τους Sacco και Vanzetti. Η γέννηση του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1920 πρόσφερε ακόμη έναν πρόμαχο. Αν και αυτοί οι οργανισμοί συχνά συγκρούονταν για τη στρατηγική, σχημάτισαν μια τρομερή βάση από την οποία κινητοποιούνταν. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε την πρωτοκαθεδρία στην κινητοποίηση αλληλεγγύης για τους δύο άνδρες. Η περίπτωση χρησίμευε ως ένα από τα μοναδικά ζητήματα γύρω από τα οποία οι κομμουνιστές μπορούσαν να χτίσουν ένα πετυχημένο λαϊκό μέτωπο στη διάρκεια της δεκαετίας.
Ενώ η καταδίκη των Sacco και Vanzetti τράβηξε την προσοχή των Γάλλων και Ιταλών εργατών, εργάτες αλλού στην Ευρώπη παρέμειναν στα περιθώρια της αναπτυσσόμενης διεθνούς διαμαρτυρίας. Στη Γερμανία για παράδειγμα, που διέθετε ένα πανίσχυρο οργανωμένο εργατικό κίνημα, αλλά στα πρώτα χρόνια της υπόθεσης, οι Σοσιαλδημοκράτες εκεί παρέμεναν αμέτοχοι στην περίπτωση των δυο ανδρών. Ήταν διστακτικοί να ονομάσουν δυο μαχητικούς αναρχικούς ως ήρωες της εργατικής τάξης και ασχολούνταν με τις δικές τους φραξιονιστικές συγκρούσεις εναντίον μαχητικών κομμουνιστών και αναρχικών. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ωστόσο, όταν η υπόθεση απέκτησε αυξημένο ενδιαφέρον, ακόμη και μετριοπαθείς σοσιαλιστές σε ολόκληρη την Ευρώπη συντάχθηκαν με την διαμαρτυρία. Η ελβετική σοσιαλιστική εφημερίδα Le Droit du Peuple εισήγαγε τους αναγνώστες της στην υπόθεση το 1925 με αμφίσημο τόνο: «Μια επώδυνη και περίεργη υπόθεση ξεκινά… για να υποκινήσει την κοινή γνώμη στην Ευρώπη…. Πρέπει να σώσουμε τους αθώους ανεξάρτητα από το ποιοι είναι…. Αν μπορούμε να παθιαστούμε για ένα μόνιμο λοχαγό του στρατού» (κάνοντας αναφορά στην άδικη καταδίκη του Γάλλου αξιωματικού Alfred Dreyfus για κατασκοπία και στην εκστρατεία που τελικά τον δικαίωσε), «πρέπει να είμαστε ακόμη περισσότερο όταν αφορά δυο ακτιβιστές εργάτες, ανεξάρτητα από την τάση και την τοποθέτηση τους». όταν το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης αρνήθηκε το αίτημα να προχωρήσει σε νέα δίκη των δύο ανδρών το Απρίλιο του 1926, ακόμη και οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έγιναν κομμάτι του λαϊκού κινήματος γύρω από την υπόθεση, χαρακτηρίζοντας την θανατική ποινή των δυο ανδρών ως «δικαστική δολοφονία».
Όπως και στην Ευρώπη, κομμουνιστές και αναρχικοί πήραν την πρωτοκαθεδρία στην προώθηση του αγώνα των δύο ανδρών σε Αργεντινή και Μεξικό. Στο Μεξικό ο αναρχισμός είχε δημιουργήσει ένα κυρίαρχο ρεύμα στην αριστερή πολιτική. Πραγματικά, ο μεξικανικός αναρχισμός είχε προσφέρει ένα φιλόξενο προσωρινό σπίτι στον Sacco, στον Vanzetti και στους γκαλεανιστές συντρόφους τους, που είχαν συγκεντρωθεί στο Μοντερέι λίγα χρόνια νωρίτερα. Με την δημιουργία του Μεξικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1920, οι αναρχικοί ξαφνικά βρήκαν ισχυρό αντίπαλο για την υποστήριξη των ριζοσπαστών εργατών. Ενώ το Μεξικάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα πάλευε να κυριαρχήσει, και να διαφοροποιηθεί, από το γενικές γραμμές αναρχοσυνδικαλιστικό περιβάλλον από το οποίο είχε ξεπηδήσει, το ζήτημα των Sacco και Vanzetti πρόσφερε ένα σημείο ενότητας με τους αναρχικούς της χώρας. Το μαρξιστικό κομμουνιστικό κόμμα είχε μόλις μερικές εκατοντάδες μέλη στις αρχές της δεκαετίας του 1920· μέχρι τα τέλη της δεκαετίας είχε γίνει το πιο επιτυχημένο μεταξύ των κομμουνιστικών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής. Αγκαλιάζοντας τον αγροτικισμό ξεκάθαρα έπαιξε μεγάλο ρόλο στην επιτυχία του, αλλά η υποστήριξη του αγώνα των Sacco και Vanzetti βοήθησε το κόμμα να προσελκύσει μερικούς αναρχικούς. Επιπλέον, η απέχθεια της μεξικάνικης εργατικής τάξης για τον Γιάνκη γείτονά της ήταν στα ύψη, ιδιαίτερα μετά την Μεξικάνικη Επανάσταση. Η συμπαθούσα αριστερόστροφη επαναστατική κυβέρνηση, συν ένα ιδιαίτερα οργανωμένο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, βοήθησαν στο να χτιστεί η διαμαρτυρία εναντίον της αντιμετώπισης των Sacco και Vanzetti. Νέα γύρω από την υπόθεση διαδόθηκαν γρήγορα, με την βοήθεια Βορειοαμερικάνων ριζοσπαστών που είχαν δημοσιεύσει λεπτομερείς καταγραφές ως το 1921 και από την ισπανόφωνη εφημερίδα των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), Solidaridad. Μεξικάνοι ριζοσπάστες κινητοποιήθηκαν νωρίς και με δύναμη σε στήριξη των Sacco και Vanzetti. Από το 1921 τα προξενεία των ΗΠΑ σε Βέρα Κρουζ, Ταμπίκο, Μερίντα, και Γκουαΐμας ήδη αντιμετώπιζαν διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Το Συνδικάτο Οδηγών Φορτηγών του Λιμανιού της Βέρα Κρουζ έβραζαν με μια εκδικητικότητα που σπάνια συναντιέται αλλού: Ελευθερώστε τους Sacco και Vanzetti ή οι προλετάριοι του κόσμου θα σας ξεριζώσουν τα σπλάχνα. Δεν ζητάμε οίκτο…. Αν είστε αμετακίνητοι θα είμαστε αμετακίνητοι. Οφθαλμός αντί οφθαλμού!… Ο νόμος της ανταπόδοσης θα εκπληρωθεί αν δεν ελευθερωθούν τα αδέρφια μας».
Ριζοσπάστες στην Αργεντινή επίσης συντάχθηκαν πρόθυμα με τον αγώνα των Sacco και Vanzetti, αλλά εκεί αναρχικοί – όχι το κομμουνιστικό κόμμα – πήρε την πρωτοκαθεδρία. Ως συνέπεια, ο αναρχισμός γνώρισε την αναβίωση εκεί, τουλάχιστον προσωρινά. Στην Λατινοαμερικάνικη χώρα, προς ανησυχία της κυβερνώσας ελίτ, ο αναρχισμός είχε αποδειχθεί ελκυστικός για τους μετανάστες εργάτες που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι της εργατικής τάξης της χώρας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Το οργανωμένο εργατικό κίνημα ήταν υπό την καθοδήγηση της Περιφερειακής Εργατικής Ομοσπονδίας της Αργεντινής (Federación Obrera Regional Argentina, FORA) ήταν βαθιά επηρεασμένη από τα αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα. Ως το 1921, ωστόσο, η δύναμη της μειώνονταν. Η κρατική καταστολή που είχε φτάσει στο απόγειο της το 1919 είχε συμβάλει, αλλά το εργατικό κίνημα επίσης απομακρύνονταν από συγκρουσιακές τακτικές λόγο της μεγαλύτερης ενσωμάτωσης των εργατών στην κοινωνία της Αργεντινής, καθώς οι λαϊκιστές πολιτικοί έτρεφαν διαταξικές απευθύνσεις. Ως τη δεκαετία του 1920 οι αναρχικές εκκλήσεις για άμεση δράση προς τους εργάτες να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και η αναρχική πίστη στην αγεφύρωτη ταξική σύγκρουση έχανε το πάτημα της στις θέσεις των εργατών. Αναρχικές εφημερίδες στρέφονταν κατά της εργατικής τάξης ως «Republica de serviles», «ένα ήρεμο ζώο φορτίου που έχει χάσει και την απλούστερη έννοια αξιοπρέπειας». Η υπόθεση των Sacco και Vanzetti έδωσε νέα ζωή στο κίνημα· απογοητευμένοι αναρχικοί βρήκαν νέα αποστολή. Για περισσότερο από ένα χρόνο, η μοναδική ασχολία των ριζοσπαστών στην Αργεντινή ήταν η απελευθέρωση των Sacco και Vanzetti. Οι αναρχικοί είδαν μάλλον την υπόθεση ως στόχο ικανό να κινητοποιήσει την κοινωνική τους βάση, αλλά η ευρεία απήχηση της μεταξύ των μαζών της Αργεντινής εξέφραζε λιγότερο μια αναγεννημένη πίστη στον αναρχισμό από ότι ταύτιση με την εργατική και εθνική ταυτότητα σε μια στιγμή μεταμόρφωσης στην εργατική πολιτική. Ενώ οι εκκλήσεις για γενικές απεργίες στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έφεραν μόνο μέτρια αποτελέσματα, ως το 1927 μάζες εργατών είχαν διαδηλώσει, απεργήσει, και εξεγερθεί για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με τους Sacco και Vanzetti, που είχαν γίνει ήρωες της εργατικής τάξης. Ένας Αμερικάνος επιχειρηματίας περιέγραψε τις «συνθήκες» στη χώρα ως «ανυπόφορες».
Από τη Γαλλία ως την Αργεντινή, η κινητοποίηση γύρω από τους Sacco και Vanzetti μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν η ουρά μιας μαχητικής μορφής ταξικής σύγκρουσης που ήταν σημαντική στην εργατική πολιτική δράση στα τέλη του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου. Οι εκτελέσεις των δυο ανδρών σήμαναν το τέλος αυτού του είδους ριζοσπαστισμού. Η εργατική δράση και η οργανωμένη αριστερή πολιτική είχαν οδηγήσει σε όλο και μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς τους εργάτες είτε μέσα από σοσιαλδημοκρατικά κινήματα ή, όπως στην Ιταλία, μέσα από κορπορατιστικές πολιτικές. Η υπόθεση επίσης χρησίμευσε σαν κινητήριος μοχλός για μια νέα διαταξική ιδεολογία, που αποκρυσταλλώθηκε σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αργεντινή και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που τόνισαν την κοινωνική ένταξη των εργατών και την ενσωμάτωση τους ως πολίτες.
Η υπόθεση μίλησε και στα δύο αυτά ρεύματα και τα ένωσε σε κινητοποίηση. Το παγκόσμιο κίνημα που ξεσηκώθηκε από την υπόθεση των Sacco και Vanzetti έδειξε τόσο μια νέα ορατότητα των λαϊκών μαζών στην διεθνή σκηνή όσο και προώθησε την αυξημένη ενσωμάτωση των εργατών στα εθνικά κράτη. Η υπόθεση επίσης προέβλεψε μια αυξανόμενη ανησυχία για την δύναμη της αμερικάνικης δύναμης μετά τον 1ο ΠΠ. Στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, και το Μιλάνο, οι εργάτες συντάχθηκαν πίσω από τον αγώνα των Sacco και Vanzetti στον απόηχο των λαϊκών εξεγέρσεων και εκρηκτικών εργατικών ξεσηκωμών του 1917-1919, απελευθερώνοντας μια οργή προς την «αδικία των Γιάνκηδων». Κάνοντάς το αυτό, δημιούργησαν μια διαταξική κινητοποίηση με τους ελίτ και τους διανοούμενους.
Αν τα ρεύματα του παγκόσμιου ριζοσπαστισμού, οι μάζες που μόλις πρόσφατα απέκτησαν φωνή, και μια κοινή διεθνής εργατική ταυτότητα εξηγούν τον αντίκτυπο της υπόθεσης κατά τα πρώτα της χρόνια, ένας όλο και εντονότερος ιταλικός εθνικισμός ήταν επίσης αναγκαίος. Η ταυτότητα των Sacco και Vanzetti ως Ιταλών μεταναστών και η εμπειρία τους ως αποκλεισμένοι και ως στόχων προκατάληψης ήταν οικεία για την ευρύτερη ιταλική διασπορά του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη, η στήριξη για τους δύο άνδρες ήταν δυνατή στην γενέτειρά τους, όπου υποστηρικτές τους έκαναν έκκληση στην θέση των δυο ανδρών ως «συμπατριώτες» τους και έλεγαν πως η καταδίκη τους ήταν εξαιτίας μιας ευρεία διαδεδομένης προκατάληψης εναντίον των Ιταλών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο κοινοβούλιο, για παράδειγμα, ο Leonardo Mucci, ένας σοσιαλιστής αντιπρόσωπος, σύνδεσε την υπόθεση με την άσχημη αντιμετώπιση των Ιταλών μεταναστών στην Αμερική, που εκφράστηκε πιο πρόσφατα στην καμπάνια για περιορισμό της μετανάστευσης. Κάλεσε τους Ιταλούς να «δείξουν τα δόντια τους στην Αμερική». Πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους Φασίστες, ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών διέταξε τον Rolando Ricci, τον Ιταλό πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, να «κάνει κάθε απαραίτητο βήμα προς την [αμερικάνικη] κυβέρνηση για να εξασφαλίσει χάρη για τους ομοεθνείς μας Sacco και Vanzetti». Ακόμη και ο σπουδαίος Ιταλός αναρχικός Errico Malatesta επικαλέστηκε τον εθνικισμό, σημειώνοντας πως επιπλέον στο ότι «είναι αναρχικοί, [οι Sacco και Vanzetti] είναι επίσης και Ιταλοί: Ανήκουν σε αποκλεισμένο και περιφρονημένο λαό που μπορεί να δολοφονηθεί δίχως ανησυχία. Οι πατριώτες της Ιταλίας θα το επιτρέψουν αυτό;». Ο Mussolini διακήρυξε πως όχι. Σε μια συνάντηση στο Μιλάνο το 1921, κάλεσε τον υπουργό εξωτερικών να «λάβει δράση για αποτρέψει αυτούς… τους αθώους από το να καταδικαστούν… απλά επειδή ανήκουν στην ιταλική φυλή και το ιταλικό έθνος». Αφού οι φασίστες πήραν την εξουσία το 1922, συντρίβοντας την σοσιαλιστική, κομμουνιστική και αναρχική αντίσταση, ο Mussolini μιλούσε πιο προσεκτικά, φοβούμενος τόσο στο να αποξενωθεί από τους Αμερικάνους αξιωματούχους όσο και στο να επιτρέψει η υπόθεση να γίνει ισχυρό σύμβολο κινητοποίησης για τους αναρχικούς. Έτσι, εργάστηκε παρασκηνιακά μέσω του Ιταλού πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, που είπε σε μια ιταλική εφημερίδα το 1926 πως επεδίωξε την απελευθέρωση των Sacco και Vanzetti «επειδή ήταν Ιταλοί και επειδή ήταν αθώοι». Το 1927 ο Mussolini είπε στους Αμερικάνους αξιωματούχους πως φοβόταν πως η εκτέλεση των δύο ανδρών «θα πρόσφερε την αφορμή για τεράστια και συνεχή υπονομευτική δράση σε όλο το κόσμο», και παρακάλεσε τους αξιωματούχους για επιείκεια.
Όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σε ολόκληρη την ιταλική διασπορά, η εθνική αλληλεγγύη συνέβαλε στην στήριξη των δύο ανδρών. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι Ιταλοί ήταν οι βασικοί εργάτες του κόσμου. Όπως είπε η Donna Gabaccia, «συνολικά, κανένας άλλος λαός δεν μετανάστευσε σε τόσες πολλές κατευθύνσεις και σε τόσο εντυπωσιακούς αριθμούς – αναλογικά και απόλυτα – όπως από την Ιταλία». Οι Ιταλοί συνέρρευσαν στην Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Καναδά, την Αργεντινή, και την Βραζιλία, συνδέοντας την παλιά τους πατρίδα με τους νέους τους κόσμους. Για τέτοιους Ιταλούς εργάτες ο διεθνισμός ήταν τρόπος ζωής. Η υπόθεση των Sacco και Vanzetti συνέδεσε τις ιταλικές τους εθνικές ταυτότητες με την ευρύτερη κατάσταση τους ως εργατών του κόσμου. Ένα φυλλάδιο στη Γαλλία σημείωνε πως «πριν γίνουν διεθνιστές, ο Vanzetti όπως ο Sacco ήταν Ιταλοί. Αγαπούν παράφορα τα αδέρφια τους που σκορπίστηκαν στο κόσμο». Στη Γαλλία λέγονταν επίσης πως η εκτεταμένη αμερικάνικη εχθρότητα ξεχώριζε τους ανθρώπους της εθνικότητας τους για κακομεταχείριση.
Σε τέτοια μέρη όπως η Γαλλία και η Αργεντινή, η εθνική ταυτότητα και παραδόσεις του εργατικού ριζοσπαστισμού συχνά ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Από την δεκαετία του 1890 Ιταλοί μετανάστες κατευθύνθηκαν προς τη Γαλλία σε μεγλαλο9υς αριθμούς, και διαμόρφωσαν το εργατικό κίνημα στις ιταλικές παροικίες της Γαλλίας όπως στη Μασσαλία. Ζστην δεκαετία του 1920, με τις πόρτες των Ηνωμένων Πολιτειών κλειστές, η Γαλλία έγινε ο βασικός προορισμός για τους Ιταλούς μετανάστες. Πολλοί ριζοσπάστες εργάτες, που απειλούνταν με βία και καταστολή στην Ιταλία του Mussolini, ταξίδεψαν πέρα από τα σύνορα. Υπήρχαν σχεδόν ένα εκατομμύριο Ιταλοί μετανάστες στη Γαλλία μέχρι το 1927. Και οι Ιταλοί ήταν, σύμφωνα με αναφορές της αστυνομίας, οι πιο πολιτικοί και δεκτικοί στην εργατική και αριστερή πολιτική από όλες τις ομάδες μεταναστών. Οργανώσεις όπως η συνδικαλιστική CGT και η υπό κομμουνιστική καθοδήγηση Γενική Ομοσπονδία Ενωμένων Εργατών (Conféderation Générale du Travail Unitaire, CGTU) προσέλκυσαν πολλούς Ιταλούς ως μέλη για τους οποίους εθνικές και ταξικές ταυτότητες συχνά συνδέονταν: Ως το 1930 μόνο στο Παρίσι υπήρχαν 6000 Ιταλοί μέλη της CGT. Σε εθνικό επίπεδο η CGTU είχε 12000 Ιταλούς μέλη, και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) μεταξύ 5000 και 10000. Σύμφωνα με ένα ερευνητή, «οι Ιταλοί μετανάστες αντιπροσώπευαν σε συγκεκριμένες περιοχές τη προλεταριακή βάση του κόμματος». Η εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος, η L’Humanité, κατά καιρούς τύπωνε ενημερώσεις για συναντήσεις υπέρ των Sacco και Vanzetti στα Ιταλικά και συχνά ανακοίνωναν πως Ιταλοί ομιλητές θα βρίσκονταν στο βήμα.
Η συγχώνευση εργατικής και εθνικής ταυτότητας επίσης ενίσχυε τα ισχυρά ρεύματα διαμαρτυρίας στην Αργεντινή. Ως το 1914 σχεδόν το ένα τρίτο από τα 8 εκατομμύρια του πληθυσμού της Αργεντινής είχαν γεννηθεί στο αλλού, και πολλοί από αυτούς στην Ιταλία. Στο Μπουένος Άιρες, περίπου το 20% του πληθυσμού ήταν ιταλικής καταγωγής. Και στη πόλη του Ροζάριο, στα τέλη του 1926, οι γεννημένοι στο εξωτερικό μετανάστες, κυρίως Ιταλοί, αποτελούσαν το 45% του πληθυσμού. Οι Ιταλοί έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αναρχικών ρευμάτων που είχαν κυριαρχήσει στο εργατικό κίνημα της Αργεντινής από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ακόμη και στη δεκαετία του 1920, η La Potesta, μια καθημερινή αναρχική εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας, πειραματίστηκε με τμήματα στην ιταλική γλώσσα και τυπωμένες στα ιταλικά ενημερώσεις για συναντήσεις αλληλεγγύης για τους Sacco και Vanzetti. Ανακοινώνοντας συναντήσεις για τους Sacco και Vanzetti, άλλες αναρχικές εφημερίδες μερικές φορές δήλωναν πως Ιταλοί ομιλητές θα ήταν παρόντες. Επιπλέον, η ιταλική μετανάστευση στην Αργεντινή στη δεκαετία του 1920, όπως και στη Γαλλία πήρε μια έντονα πολιτικοποιημένη χροιά, καθώς αντιφρονούντες δραπέτευαν από την Ιταλία του Mussolini περνούσαν τον Νότιο Ατλαντικό Ωκεανό. Ένας από τους σημαντικότερους υποστηρικτές των Sacco και Vanzetti ήταν ο μετανάστης Severino Di Giavanni, ο οποίος έφτασε στην Αργεντινή το 1923. Έφτιαξε μια εργατική βιβλιοθήκη, ίδρυσε την εφημερίδα El Culmine, και τελικά στράφηκε σε μια εκστρατεία βίας για να σώσει τους Sacco και Vanzetti και για να εμπνεύσει επαναστατική εξέγερση. Ο Di Giavanni ήταν πιθανότατα υπεύθυνος για τις βόμβες στο αμερικάνικο προξενείο, στο άγαλμα του George Washington, ένα γραφείο της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford, και δύο αμερικάνικων τραπεζών που λειτουργούσαν στο Μπουένος Άιρες.
Ενώ οι αστικοί τρομοκράτες όπως ο Di Giavanni και η ευρύτερη ιταλική αναρχική κοινότητα ήταν οι πιο σταθεροί υποστηρικτές των Sacco και Vanzetti, άλλοι Ιταλοί συντάχθηκαν πίσω από τους δύο άνδρες για άλλους λόγους. Ο ιταλικός εθνικισμός στη δεκαετία του 1920 έφερε μαζί εντελώς απίθανους συνοδοιπόρους. Συντηρητικοί Ιταλοί στη διασπορά προσπάθησαν να το κάνουν εθνικιστικό θέμα, όχι ριζοσπαστικό. Πράγματι, Ιταλοί – είτε αναρχικοί είτε φασίστες – ήταν ενωμένοι σε κάποια στιγμή: τα βάσανα των Sacco και Vanzetti οφείλονταν, σε μεγάλο βαθμό, στην θέση τους ως Ιταλών μεταναστών. Ως αποτέλεσμα, πολλοί Ιταλοί μετανάστες, από το Μπουένος Άιρες ως τη Νέα Υόρκη θα συντάσσονταν πίσω από τους Sacco και Vanzetti ενώ ταυτόχρονα εξυμνούσαν τον Mussolini.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες το Τάγμα των Υιών της Ιταλίας στην Αμερική – που προωθούνταν από συντηρητικούς Ιταλοαμερικάνους prominenti, μεταξύ τους και φασίστες, που είχαν δημιουργήσει το Comitato Pro Sacco-Vanzetti – συντάχθηκε πίσω από την υπεράσπιση. Ο Luigi Balzani, ο εκδότης μιας ιταλικής καθημερινής εφημερίδας της Νέας Υόρκης και υποστηρικτής του Mussolini, έθεσε την εφημερίδα του στην υπεράσπιση των δύο ανδρών, σημειώνοντας πως «όποιες ιδέες και αν έχουν οι Sacco και Vanzetti δεν έχει σημασία». Προώθησε την δημιουργία ενός ιταλοαμερικανικού «ενωμένου μετώπου» για χάρη των δύο. Η επιτροπή που δημιούργησε οργάνωσε μια φιλανθρωπική παράσταση όπερας με τραγουδιστές από το θίασο της μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης και την παρακολούθησαν επιφανείς Ιταλοί όπως και ηγέτες συνδικάτων.
Ενώ η άνοδος του νατιβισμού στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920 και η ευρεία εχθρότητα προς τους μετανάστες από τη νότια Ευρώπη συνέβαλε σε αυτή τη προσπάθεια για το σχηματισμό ενός ενωμένου ιταλικού μετώπου, ακόμη και στο Μπουένος Άιρες, όπου οι ιδεολογικές γραμμές ήταν πολύ πιο έντονες και οι Ιταλοί πιο ενσωματωμένοι, Ιταλοί από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα υποστήριζαν τους δύο άνδρες. Το 1927, όταν η Αμερικάνικη Επιτροπή Εμπορίου προσπάθησε να βάλει πληρωμένες διαφημίσεις και στην L’Italia del Popolo και στην La Patria degli Italiani (όπως έκαναν σε πολλές αργεντινές εφημερίδες) που εξιστορούσαν την ιστορία της υπόθεσης για να αντισταθμίσουν «εσφαλμένες αντιλήψεις» και «βαθιές παρανοήσεις» γύρω από «την αμερικάνικη διαδικασία της ποινικής δικαιοσύνης», αυτές αρνήθηκαν. Τα μέλη της επιτροπής δεν ένιωσαν έκπληξη που τους αρνήθηκε η σοσιαλιστική L’Italia del Popolo, αλλά εξεπλάγησαν που η La Patria degli Italiani, «μια πολύ σοβαρή εφημερίδα», το έκανε αυτό. Και στη παραμονή της εκτέλεσης, η Γενική Ομοσπονδία των Ιταλικών Κοινοτήτων της Αργεντινής έστειλε τηλεγράφημα στον κυβερνήτη της Μασαχουσέτης παρακαλώντας τον να σώσει τους Sacco και Vanzetti από το θάνατο. Το ιταλικό εθνικιστικό συναίσθημα που υποστήριζε τους δύο άνδρες ήταν ποικιλόμορφο. Για τους αριστερούς αναρχικούς, ήταν μια εθνική συγγένεια που απέρριπτε κάθετα την πίστη στο ιταλικό κράτος. Πράγματι η υπόθεση πρόσφερε τα μέσα σε αντιφασίστες Ιταλούς να χτίσουν έναν εναλλακτικό εθνικισμό.
Αν ο εθνικισμός βοήθησε να χτιστεί η στήριξη προς τους Sacco και Vanzetti πέρα από ταξικές και πολιτικές γραμμές, το ίδιο έκανε και μια ημιφυλετική και πολιτιστική ταυτότητα. Με όρους παρμένους από λαϊκό ψευδοεπιστημονικό διάλογο, οι Sacco και Vanzetti αναγνωρίζονταν ως «Λατίνοι» σε αντίθεση με τους «Γιάνκηδες διώκτες» τους. Οι Γάλλοι ομαδοποιούσαν τους εαυτούς τους με τους Ιταλού, αναγνωρίζοντας κι τους δύο ως μέρος της «la grande famille Latine» (Η μεγάλη οικογένεια των Λατίνων). Ένας Γάλλος υποστηρικτής των Sacco και Vanzetti έγραψε πως «η εξέγερση αυτών των δύο ανδρών εναντίον του μηχανικού τέρατος γεννήθηκε πρώτα από όλα από ένα συναισθηματικό λατινισμό». Στην Αργεντινή, ακόμη και αναρχικές εφημερίδες όπως η La Potesta, που δεν προχωρούσε σε εθνικούς ή γεωγραφικούς χαρακτηρισμούς των ανθρώπων, χαρακτήρισε την γιάνκικη πλουτοκρατία ως ένα διακριτό «Βόρειο» χαρακτηριστικό που έρχονταν σε αντίθεση με τις συνήθειες «των λαών του Νότου».
Σε κάποιες χώρες ο συνδυασμός εθνικών και ταξικών ταυτοτήτων γέννησαν ένα ισχυρό κίνημα και συνέβαλλαν στην έντονη απήχηση του. Εκεί που ισχυρά αναρχοσυνδικαλιστικά ρεύματα, παραδόσεις αριστερού ριζοσπαστισμού, και μεγάλες ιταλικές κοινότητες της διασποράς διασταυρώνονταν, η υπόθεση δημιούργησε τρομερές αντιδράσεις, που στη συνέχεια αντικατοπτρίζονταν σε άλλες χώρες. Η διαμαρτυρία γεννούσε περισσότερη διαμαρτυρία. Ως το 1924 αξιωματούχοι σε αμερικάνικα προξενεία σε χώρες τόσο διαφορετικές όσο η Κίνα, η Παραγουάη, η Γερμανία, η Σουηδία, η Νορβηγία, και η Αγγλία έγραφαν στους ανωτέρους τους αναφέροντας διαδηλώσεις που διαμαρτύρονταν για την καταδίκη των δυο ανδρών. Ωστόσο η έκταση του ενδιαφέροντος που προκάλεσε η υπόθεση διέφερε σε διαφορετικές περιοχές του κόσμου. Ενώ η ένταση οδήγησε αξιωματούχους των πρεσβειών στο να αναφέρονται στην «κρίση Sacco και Vanzetti», το αμερικάνικο προξενείο στην Ιάβα ζήτησε να αφαιρεθεί από τη λίστα των πρεσβειών και προξενείων που λάμβαναν τηλεγραφήματα γύρω από την υπόθεση, καθώς δεν υπήρχε «κανένα ενδιαφέρον για την υπόθεση, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, σε αυτή τη χώρα».
Το κίνημα απλώθηκε ευρέως ανά την υφήλιο με αυτό το τρόπο, ως αποτέλεσμα μιας άλλης σημαντικής εξέλιξης της εποχής: μαζικές επικοινωνίες. Οι επαναστάσεις τα χρόνια της αλλαγής του αιώνα σε εκτυπωτική και τηλεπικοινωνιακή τεχνολογία επέτρεψε σε απομακρυσμένες κοινότητες να ακολουθούν την πορεία της υπόθεσης. Η διεθνής τηλεγραφική επικοινωνία είχε επιτρέψει στους ελιτ να μείνουν μπροστά στις παγκόσμιες εξελίξεις κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, αλλά τώρα η επανάσταση των τηλεπικοινωνιών είχε φτάσει στις εργατικές τάξεις. Εργατικά και ριζοσπαστικά κινήματα σε μεγάλο μέρος του κόσμου είχαν φτιάξει τις δικές τους εφημερίδες και εξέδιδαν τα δικά τους βιβλία και φυλλάδια. Ο εκδημοκρατισμός της πρόσβασης στην γνώση διευκόλυνε την υπερεθνική συλλογική κινητοποίηση. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες παρακολουθούσαν στενά την υπόθεση, στους τελευταίους μήνες καθημερινά. Στη Γαλλία διάβαζαν την La Libértaire· στη Γερμανία, τις Rotte Fahne και Vorwärts· στην Αργεντινή την La Potesta. Ο Jose Marinero, ένα μέλος της Επιτροπής Υπεράσπισης των Sacco και Vanzetti, έκανε απευθείας ανταποκρίσεις από την Βοστόνη για το κοινό της Αργεντινής. Για χρόνια η La Potesta αφιέρωνε πολλά από τα εβδομαδιαία και δεκαπενθήμερα συμπληρωματικά της τεύχη αποκλειστικά στην υπόθεση. Δεκάδες μικρότερες εφημερίδες της Αργεντινής, από την Brazo y Cerbero Μπαΐα Μπλάνκα ως τις La Antorcha και El Libertario με έδρα το Μπουένος Άιρες, επίσης έδιναν μεγάλη προσοχή στην υπόθεση.
Οι Sacco και Vanzetti μπήκαν στις σελίδες αυτών των εφημερίδων καθώς οι εργάτες της Δύσης γίνονταν όλο και περισσότερο εγγράμματοι, χάρη στη διάδοση της μαζικής εκπαίδευσης και της πετυχημένη πάλης των εργατικών συνδικάτων για περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης στη δεκαετία του 1920 σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Γαλλία, η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και η Αγγλία ήταν όλο και περισσότερο αναγνωστική κουλτούρα. Στην Αργεντινή, μια ζωντανή λαϊκή κουλτούρα είχε ως επίκεντρο τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία άνθισαν. Μερικές βιβλιοθήκες λειτουργούσαν ως λειτουργικοί χώροι για την οργάνωση υπέρ των Sacco και Vanzetti. Παρόμοιες λαϊκές βιβλιοθήκες ξεπήδησαν στη Γαλλία και στην Γερμανία. Ξεπήδησαν νέοι εκδότες που εξυπηρετούσαν τα ακροατήρια της εργατικής τάξης. Οι εργάτες ανέπτυξαν μια βαθιά γνώση της υπόθεσης όχι μόνο από εφημερίδες αλλά επίσης από φυλλάδια και φτηνά βιβλία τσέπης. Για τα ακροατήρια της εργατικής τάξης, η δοκιμασία των δύο Ιταλών μεταναστών από την σύλληψη τους, οι λεπτομέρειες της ζωής τους, και οι εκκλήσεις τους για βοήθεια έγιναν το δράμα δύο ηρώων της εργατικής τάξης. ο αναρχικός τύπος, ιδιαίτερα, έδειξε τους δυο άνδρες ως ακτιβιστές με σάρκα και αίμα. Οι εργάτες διάβαζαν ανατυπωμένες εκδόσεις των επιστολών των Sacco και Vanzetti και κάρτες στις οικογένειες και τους φίλους τους. Όταν οι πρωταγωνιστές ζητούσαν μεγαλύτερη κινητοποίηση για να σώσουν τις ζωές τους, ήταν άμεση έκκληση.
Δίχως έκπληξη, η ιστορία των Sacco και Vanzetti διέφερε ανάλογα με το ποιος την επικοινωνούσε, πως, και γιατί. Ριζοσπάστες και συντηρητικοί μερικές φορές κυκλοφορούσαν εντελώς διαφορετικές ιστορίες για τους Sacco και Vanzetti και τη πολιτική τους. Η Le Figaro στη Γαλλία και η El Excélsior στο Μεξικό, και οι δύο συντηρητικές εφημερίδες, παρουσίαζαν τους δύο άνδρες ως «κομμουνιστές» για τους οποίους οι κομμουνιστές θα προπαγάνδιζαν αναγκαστικά. Τα διεθνή κομμουνιστικά κόμματα τους παρουσίαζαν ως γνωστούς και επιφανείς επαναστάτες. Όπως εξηγούσε μια αφίσα που κολλήθηκε σε ολόκληρη την Χάβρη τον Οκτώβριο του 1921, οι Sacco και Vanzetti «ήταν μαχητικοί επαναστάτες… που έκαναν ενεργή και επιτυχημένη προπαγάνδα στην Αμερική υπέρ των αγαπημένων ιδανικών τους για κοινωνική ανανέωση. Με το χάρισμα εντυπωσιακής διάνοιας… σύντομα προσέλκυσαν στα γενναιόδωρα δόγματα τους χιλιάδες οπαδών…. Δυστυχώς, όπως ισχύει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, τράβηξαν προς το μέρος τους πολλούς και σοβαρούς μπελάδες».
Όχι μόνο μυθολογικοποιήθηκαν οι δυο άνδρες με παραπλανητικό τρόπο, αλλά τα γεγονότα της υπόθεσης μερικές φορές διαστρεβλώθηκαν. Κομμουνιστές σε διαφορετικά μέρη του κόσμου ανέπτυξαν τις δικές τους «αλήθειες» για την υπόθεση. Φράσεις που αποδίδονται στον Webster Thayer, τον προεδρεύοντα δικαστή στην υπόθεση, για παράδειγμα, μεταφράστηκαν με έναν παρόμοια διαστρεβλωμένο τρόπο σε πολλές χώρες. Ο Thayer παρουσιάστηκε σε Γαλλία, Γερμανία, και Ολλανδία, και πολύ πιθανόν και αλλού, να έχει πει πως ακόμη και αν οι δύο άνδρες ¨δεν συμμετείχαν υλικά στο έγκλημα με το οποίο κατηγορούνταν, είναι ηθικά ένοχοι… επειδή είναι εχθροί των υπαρχόντων θεσμών, επειδή είναι αναρχικοί… και αυτό είναι έγκλημα από μόνο του». Ενώ αυτές οι φράσεις μπορεί να συμπύκνωναν τα αισθήματα του δικαστή Thayer, δεν υπάρχει γραπτό τεκμήριο πως τις εκστόμισε ποτέ. Η προέλευση τους είναι δύσκολο να εντοπιστεί, αλλά μοιάζει να βρίσκεται στα γραπτά του κομμουνιστικού κόμματος. Ωστόσο σύντομα έγιναν κομμάτι του μύθου της υπόθεσης και είναι γνωστά ως σήμερα. Όπως δείχνει αυτό το παράδειγμα, ιστορίες που ειπώθηκαν για την υπόθεση συχνά έφευγαν μακριά από τα γεγονότα και ανταποκρίνονταν στις τοπικές συνθήκες και στο κοινό που απευθύνονταν. Στη Κίνα και στη Σουηδία, για παράδειγμα, οι ριζοσπάστες τόνιζαν ζητήματα διαφθοράς της αστυνομίας και της κυβέρνησης. Ομιλητές σε συναντήσεις για την υπόθεση και στα δυο μέρη έλεγαν πως οι Sacco και Vanzetti είχαν «συγκεκριμένα έγγραφα» που μπορεί να υπονομεύσουν τις αστυνομικές αρχές, κάτι που εξηγούσε την «καταδίωξη» τους. Πολλές ιστορίες λένε πως ο δικαστής ή οι ένορκοι είχαν δωροδοκηθεί και πως η κυβέρνηση πρόσφερε αμοιβή για την σύλληψη εκείνων που εμπλέκονταν στη ληστεία. Αν και δεν ήταν αλήθεια, αυτές οι ιστορίες ενίσχυσαν την αγανάκτηση γύρω από την υπόθεση. Δίχως αμφιβολία οι λεπτομέρειες είχαν αντίκτυπο επειδή τα κοινά τις εύρισκαν πιθανές.
Ενώ τα κείμενα του κομμουνιστικού κόμματος έτειναν να κάνουν τους δύο άνδρες επαναστατικούς ηγέτες, εναλλακτικές απεικονίσεις, εξίσου συμπαθητικές προς τον αγώνα τους ήταν εξίσου ψευδείς, απεικόνιζαν τους Sacco και Vanzetti ως απλούς εργάτες που πιάστηκαν στα γρανάζια ενός άδικου δικαστικού συστήματος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, καθώς ο Fred Moore προσπάθησε να συνδέσει τους δυο άνδρες με το οργανωμένο εργατικό κίνημα, η Elizabeth Gurley Flynn, μια Αμερικανίδα ριζοσπάστρια στενά συνδεδεμένη με τον αγώνα αυτό, είχε αντιρρήσεις. Όπως έγραψε στον Moore, «όντας άγνωστοι, δεν είχαν εργατικούς εχθρούς…. Η απλή κραυγή ‘Σώστε τους Sacco και Vanzetti’, έχει δύναμη… είναι ένα δυναμικό σύνθημα. Για όνομα του θεού, μη την χάσει μέσα σε μια μάζα άλλων ζητημάτων. Η Ευρώπη… αντέδρασε στην ανθρώπινη έκκληση και το απλό πάθος των Sacco και Vanzetti. Η αφάνεια και η αδυναμία τους, τους έκανε πανίσχυρους». Τα λόγια της Gurley Flynn, γραμμένα το 1921, αποδείχτηκαν προφητικά. Καθώς οι δύο άνδρες έγιναν εύπλαστα σύμβολα για διαφορετικές ομάδες που τους έλκυσε η υπόθεση, το δράμα του απλού «ιχθυοπώλη» και του «τσαγκάρη» έγιναν το κυρίαρχο σημείο συνάντησης κοινωνικών προοδευτικών, διανοούμενων, συγγραφέων, και καλλιτεχνών που τελικά έγιναν οι βασικοί υπέρμαχοι των Sacco και Vanzetti. Ως το 1926, αφού το Ανώτερο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης διατήρησε τη καταδίκη τους, η κινητοποίηση είχε υπερβεί την αρχική της κοινωνική βάση. Το παγκόσμιο δράμα γύρω από τους Sacco και Vanzetti, πέρασε στη δεύτερη πράξη του.
Μεταξύ 1926 και 1927 πολίτες μεσαίας τάξης και διανοούμενοι σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική ενώθηκαν σε αυτό που είχε γίνει κινητοποίηση λαϊκού μετώπου. Το προκατειλημμένο κλίμα στο οποίο πραγματοποιήθηκε η δίκη, η βαθιά εχθρότητα προς τους αναρχικούς και τους ξένους που εκφράζονταν από το δικαστή και το πρόεδρο των ενόρκων, και τα αδύναμα και αντιφατικά στοιχεία της δίωξης – όλα δημιούργησαν έντονες αμφιβολίες πως οι δυο άνδρες είχαν μια δίκαιη δίκη. Με αίτημα μετά το αίτημα για επανάληψη της δίκης να πέφτει σε κλειστά αυτιά, σημαντικοί διανοούμενοι και πολιτικές μορφές όπως ο Felix Frankfurter άρχισαν να καταγγέλλουν την απόφαση ως δικαστική προσβολή. Μέχρι τις αρχές του 1927 μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα «αξιοσέβαστης γνώμης» σε ολόκληρο το κόσμο είχε γίνει έντονα επικριτική για το αμερικάνικο σύστημα δικαιοσύνης και την «κώφωση» των αξιωματούχων της κυβέρνησης των ΗΠΑ ως προς την διεθνή γνώμη. Για αυτές τις γυναίκες και τους άνδρες, δεν ήταν οι Sacco και Vanzetti σε δίκη αλλά το αμερικάνικο σύστημα. Η υπόθεση ονομάστηκε η Αμερικάνικη Υπόθεσης Ντρέιφους, αναφερόμενη στην διαβόητη δίκη του Alfred Dreyfus, ενός Γάλλου αξιωματικού του στρατού που κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για προδοσία στα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία σε μια ξεκάθαρη περίπτωση αντισημιτισμού που προσέλκυσε την διεθνή προσοχή. Όπως έγραψε μια εφημερίδα στη Δανία, η Nationaltidende, «Ακριβώς όπως στη δίκη του πλέον απαλλαγμένου Γάλλου αξιωματικού του πυροβολικού… η δίκη των Sacco και Vanzetti έχει εξελιχθεί στη διάρκεια μιας παρόμοιας περιόδου από αμερικάνικη υπόθεση σε διεθνή». Κάποιοι ισχυρίζονταν πως το δράμα των Sacco και Vanzetti παρουσίαζε μια ακόμη πιο ξεκάθαρη αδικία από του Alfred Dreyfus. Μια άλλη εφημερίδα της Κοπεγχάγης σημείωνε, «Επειδή και μόνο ο Dreyfus ήταν αθώος, δεν σημαίνει πως πρέπει να είναι και οι Sacco και Vanzetti…. Αλλά υπάρχουν πολύ πιο θετικοί, χειροπιαστοί και ισχυροί λόγοι να πιστεύουμε σε δικαστική πλάνη… τώρα από ότι ήταν για πολύ διάστημα στην περίπτωση του Dreyfus». Τέτοιοι παραλληλισμοί έγιναν ξανά και ξανά και έγιναν ένας πλάγιος τρόπος για να που πως η υπόθεση ήταν ακόμη μια μεγάλη κατάχρηση της δικαιοσύνης. Με την ιστορική γνώση, οι διαφορές μεταξύ των δυο υποθέσεων, ιδιαίτερα ο δυναμικός ρόλος του εργατικού κινήματος στην κινητοποίηση για τη σωτηρία των Sacco και Vanzetti, είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντικές όσο και οι ομοιότητες τους. Οι παραλληλισμοί όμως δεν ήταν δίχως βάση. Και οι δυο δίκες είχαν τραβήξει τεράστια παγκόσμια προσοχή. Ενώ το ερώτημα της ενοχής ή της αθωότητας λύθηκε πολύ πιο εύκολα υπέρ του Dreyfus από ότι για τους Sacco και Vanzetti, και οι δυο δίκες χαρακτηρίστηκαν από την προκατάληψη και την άδικη αντιμετώπιση των κατηγορούμενων. Και πάνω από όλα, οι διανοούμενοι βοήθησαν να κάνουν τις δύο υποθέσεις σημεία αναφοράς.
Από την αρχή, ο συνήγορος υπεράσπισης Fred Moore είχε την ελπίδα να κινητοποιήσει φιλελεύθερους ελίτ υποστηρικτές. Το 1921 ο Moore ζήτησε από την Gurley Flynn να επικοινωνήσει με τον ηγέτης της Αμερικάνικης Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων, τον Roger Baldwin, λέγοντας πως ο ίδιος θα επικοινωνούσε με τον Frankfurter. Επίσης ζήτησε από τον δημοσιογράφο Upton Sinclair να επισκεφτεί τον Vanzetti στη φυλακή. Βαθιά συγκινημένος , ο Sinclair δημοσίευσε μια μαρτυρία που έδειχνε τον Vanzetti με μια αύρα αθωότητας γύρω του, ονομάζοντας τον «απλό και αυθεντικό, ανοιχτόμυαλο σαν παιδί». Καθώς οι φιλελεύθεροι και οι διανοούμενοι ήρθαν προς υπεράσπιση τους, οι μαχητικές πολιτικές των δύο ανδρών ξεδοντιάστηκαν, και επαναπροσδιορίστηκαν ως «φιλοσοφικοί» αναρχικοί. Ο Sinclair πρόσφερε, όπως είπε, την «μαρτυρία» του στο δικας΄τηριο της κοινής γνώμης: «αυτός ο ταπεινός εργάτης είναι ακριβώς αυτό που ισχυρίζεται πως είναι, ένας ιδεολόγος και απόστολος μιας νέας κοινωνικής τάξης. Θα τον θεωρούσα να είναι εξίσου ένοχος για ληστεία και φόνο όσο και εμένα». Κάνοντας τον Vanzetti ένα πιστευτό πρωταγωνιστή για μεσοαστικά κοινά, ο Sinclair σημείωσε πως ο Vanzetti «κατείχε εκείνη την έμφυτη καλλιέργια που κάνει τους καλούς τρόπους δίχως την ανάγκη να τους διδαχτεί. Έχει αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρασία των συντρόφων του μισθωτών εργατών». Οι απόψεις του Sinclair ήταν κοινές με πολλούς διανοούμενους σε άλλες χώρες, μερικοί από τους οποίους είχαν ήδη ξεκινήσει να μιλούν υπέρ των δυο ανδρών.
Ο Moore και αυτοί κοντά του εξέφρασαν την συνεχή τους απογοήτευση με την ταπεινή στήριξη που συγκέντρωσαν από τους φιλελεύθερους τα πρώτα χρόνια της υπόθεσης. Η στενή συνεργάτιδα του Moore, Selma Maximon, που προσπαθούσε να προσελκύσει υποστηρικτές στο Σικάγο, παραπονέθηκε πως «κανένας δεν βγαίνει στο δημόσιο βήμα για αυτά τα αγόρια εκτός από μερικούς υπερ-ριζοσπάστες…. Χρειαζόμαστε κάθε σταγόνα ενέργειας από τους φιλελεύθερους. Μόνο αφού ο William G. Thompson, ένας επιφανής δικηγόρος από τη Βοστόνη, αντικατέστησε τον Moore στην ομάδα υπεράσπισης το 1924 άρχισαν να βγαίνουν στο προσκήνιο όλο και συχνότερα οι φιλελεύθεροι. Καθώς έφεση μετά την έφεση αποτύγχανε και η πιθανότητα εκτέλεσης έμοιαζε όλο και πιο αληθινή, η υπόθεση πήρε διαστάσεις υψηλού ηθικού δράματος. Όπως και η υπόθεση Dreyfus είχε επηρεάσει μια γενιά διανοούμενων στην Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα, η υπόθεση των Sacco και Vanzetti συνέβαλε στην δημιουργία μιας κοινωνικής συνείδησης μεταξύ μιας γενιάς καλλιτεχνών και συγγραφέων στις ΗΠΑ, οι εμπειρίες των οποίων στο πόλεμο τους είχαν στρέψει προς το πεσιμισμό και την απογοήτευση. Αυτοί η αμερικάνικη ελίτ επηρεάστηκαν από τα μεταβατικά ρεύματα που περιστρέφονταν γύρω από την υπόθεση και οι ίδιοι επηρέασαν την παγκόσμια ορατότητα της. Και όπως ριζοσπάστες και ακτιβιστές της εργατικής τάξης, οι Αμερικάνοι διανοούμενοι της δεκαετίας του 1920 ήταν ενσωματωμένοι σε υπερεθνικά δίκτυα.
Συγγραφείς και καλλιτέχνες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 αγκάλιασαν τις κοσμοπολίτικες ταυτότητες με θέρμη, αποκηρύσσοντας τις νατιβιστικές, πουριτανικές ορμές της αμερικάνικης κουλτούρας εκείνης της εποχής. Αμερικάνοι συγγραφείς και καλλιτέχνες απογοητευμένοι με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ τους οι Malcolm Cowley, Katherine Anne Porter, Ben Shahn, John Dos Passos και Ernest Hemingway, έφυγαν για μακρινές εξορίες σε μέρη όπως η Ισπανία, το Μεξικό, και η Γαλλία. Η μετανάστευση θεωρούνταν «μια μέθοδος απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα της δεκαετίας του 1920». Κάποιοι πήγαν στην Ευρώπη· άλλοι στη Λατινική Αμερική. Στο εξωτερικό, αυτοί οι Αμερικάνοι καλλιτέχνες και συγγραφείς αλληλοεπιδρούσαν με πολιτικούς ριζοσπάστες κάθε είδους, από αναρχικούς ως κομμουνιστές. Οι εμπειρίες τους τους έκαναν να δουν το κόσμο και την εποχή της υπόθεσης με διαφορετικό μάτι. Όταν επέστρεψαν από το εξωτερικό, η υπόθεση βάθυνε τις νέες κοινωνικές τους πεποιθήσεις και μεγέθυνε τις ανησυχίες τους για τα βαθιά χάσματα στην αμερικάνικη ζωή και τις ελπίδες τους να τις αποκαταστήσουν.
Η Porter, μια συγγραφέας που συμμετείχε έντονα στην καμπάνια τους, έγραψε χρόνια αργότερα πως η προσοχή της στράφηκε στην υπόθεση στη διάρκεια των χρόνων που έζησε στο Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 1920: «Σε κάθε επιστροφή στη Νέα Υόρκη, παρακολουθούσα ξανά την παράξενη ιστορία των Ιταλών μεταναστών Nicolo Sacco και Bartolomeo Vanzetti». Ο Shahn, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1920. Και του οποίου η τέχνη επηρεάστηκε βαθιά από την υπόθεση, θυμήθηκε χρόνια αργότερα τις διαδηλώσεις που είχε δει υπέρ των δύο ανδρών στο Παρίσι. Την εποχή εκείνη ο Dos Passos ήταν ο καλύτερα γνωστός από τους συγγραφείς που είχαν εμπλακεί στην υπόθεση. Είχε ζήσει και στην Ισπανία και στο Μεξικό, όπου γνώρισε τον αναρχισμό και γρήγορα ανέπτυξε μια συμπάθεια για αυτόν. Έβλεπε τους δύο άνδρες ως αναρχικούς και αυτό πίστευε πως ήταν η βάση της δίωξης τους. η υπόθεση, όπως σημείωνε ο κριτικός Alfred Kazin, μεταμόρφωσε «την επίμονα ρομαντική του εμμονή με την πάλη του ποιητή εναντίον του κόσμου προς τη χρήση του εργατικού αγώνα ως βάσης για τη τέχνη του». Ο Malcolm Cowley που είχε ζήσει στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1920, έγραψε πως η υπόθεση δίδαξε τη γενιά του των διανοούμενων την ανάγκη για «ενωμένη πολιτική δράση… οι διανοούμενοι είχαν μάθει πως ήταν αδύναμοι από μόνοι τους και πως δεν μπορούσαν να πετύχουν οτιδήποτε εκτός και αν συμμαχούσαν με την εργατική τάξη».
Η ανάμειξη διανοούμενων και συγγραφέων όπως ο Sinclair, ο Dos Passos, και ο Frankfurter με την υπεράσπιση των Sacco και Vanzetti έφερε στο κίνημα μια ορατότητα και σεβασμό που προηγουμένως ήταν αδύνατα. Οι υπερεθνικοί δεσμοί ήταν δρόμος δυο κατευθύνσεων: οι Αμερικάνοι διανοούμενοι επηρεάστηκαν από τα ρεύματα της ριζοσπαστικής πολιτικής στο εξωτερικό, και εισήγαγαν νέα ξένα κοινά στην υπόθεση. Εφημερίδες σε ολόκληρο το κόσμο, για παράδειγμα, συζητούσαν την κριτική του Frankfurter πάνω στην υπόθεση, και το βιβλίο του πάνω της πρόσφερε τα γεγονότα και την ανάλυση για αναρίθμητα φυλλάδια και ιστορίες που εκδόθηκαν σε όλο το κόσμο. Εκκλήσεις για τους δύο άνδρες γραμμένες από τον Frankfurter, τον Dos Passos, τον Anatole France, και τον Hans Ryner, ανατυπώθηκαν σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ιδιαίτερα επιφανή άτομα συντάχθηκαν με το χορό αυτό: ο Albert Einstein, η Marie Curie, ο Thomas Mann, ο Kurt Tucholsky, ο H. G. Wells, ο George Bernard Shaw, και ο Diego Rivera. Κάποιοι μίλησαν κατά της θανατικής ποινής· άλλοι οργάνωσαν ενεργά διαδηλώσεις.
Η υπόθεση συνέβαλλε σε μια αυξημένη μεταστροφή μεταξύ των νεαρών Αμερικάνων διανοούμενων, μια προσήλωση που βάθυνε κατά τα χρόνια της ύφεσης. Ωστόσο, η απάντηση στην υπόθεση δείχνει πως πολλοί διανοούμενοι είχαν ανάμεικτα συναισθήματα για αυτό το νέο κοινωνικό ακτιβισμό. Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι διανοούμενοι της γενιάς τους ήταν βαθιά επηρεασμένοι από την απογοήτευση που είχε προέλθει από το 1ο ΠΠ. Αυτή η απογοήτευση εκφράστηκε στα λογοτεχνικά θέματα του παθιασμένου ατομικισμού και της φλογερής ανεξαρτησίας, μια επιθυμία για απόδραση από την ασφάλεια και την ανία της αστικής κοινωνίας, και μια ηρωοποίηση της ζωής έξω από το νόμο. Στη Γαλλία, ιδιαίτερα, η αναρχική σκέψη ήταν μόδα για τους κύκλους των διανοούμενων και των λογοτεχνών. Στους Sacco και Vanzetti, συγγραφείς και οι καλλιτέχνες ήδη απογοητευμένοι με ένα κόσμο που έβλεπαν πως είχε βαλθεί να καταστρέψει την ατομικότητα βρήκαν δυο αλύγιστους ατομιστές που αντιμετώπιζαν την εκτέλεση εξαιτίας της μαχητικότητας τους και της απόρριψης από μέρους τους των αστικών κανόνων. Οι δύο άνδρες, έγιναν, έτσι σύμβολα της πάλης για επιβίωση του ατομισμού σε μια περίοδο αγωνίας και απόγνωσης για την πιθανή του απώλεια. Εδώ ίσως, η κοινωνική προσήλωση μπορεί να χρησιμεύσει ως σωτηρία του ατομισμού.
Ο διάλογος γύρω από την υπόθεση εξέφρασε αγωνία όχι μόνο για την επιβίωση του ατομισμού στον σύγχρονο κόσμο αλλά επίσης πάνω στην αυξημένη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών στον απόηχο του 1ου ΠΠ. Το ότι η δίκη γίνονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, το νέο παγκόσμιο κέντρο των επιχειρήσεων και του κεφαλαίου, είναι κρίσιμο για να κατανοήσουμε την παγκόσμια επιρροή της. Εκατοντάδες αδικιών ίσης βαρύτητας πραγματοποιούνταν σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά η παραδοσιακή απέχθεια για την δύναμη και την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτείων στην Λατινική Αμερική και οι αυξανόμενες ανησυχίες της Ευρώπης για την όλο και μεγαλύτερη δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών σήμαινε πως αυτή η αδικία ξεχώριζε. Μέσα από τις κριτικές του δράματος των δυο ανδρών, οι διανοούμενοι ήλπιζαν πως η «από-Θεοποίηση της Αμερικής», όπως ανέφερε μια γερμανική εφημερίδα, θα ξεκινούσε.
Στη λατινική Αμερική, τόσο οι ελίτ όσο και οι κατώτερες τάξεις παραπονιούνταν για την αλαζονεία της γιάνκικης δύναμης, και η εχθρότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε νέο αποκορύφωμα, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέλαβαν εκ νέου την Νικαράγουα το 1926. Η υπόθεση των Sacco και Vanzetti ενίσχυσε αυτά τα αισθήματα σύμφωνα με Αμερικάνους καπιταλιστές σε Βραζιλία, Ουρουγουάη, και Αργεντινή, «έβαζε φωτιά στη κοινή γνώμη… προς μεγάλη ζημιά των αμερικάνικων επιχειρηματικών συμφερόντων και… έβαζε σε κίνδυνο αθώες ζωές». Στην Ευρώπη, αντικατάσταση της Μεγάλης Βρετανίας μεταπολεμικά από τις ΗΠΑ ως την βασική οικονομική δύναμη του κόσμου ενίσχυσε τον έλεγχο των αμερικανικών ισχυρισμών πως έφερνε ελευθερία και δημοκρατία στο κόσμο. Η υπόθεση των Sacco και Vanzetti γέννησε ερωτήματα για την αμερικάνικη μισαλλοδοξία, προκατάληψη, και περιφρόνηση προς τις πολιτικές ελευθερίες, για να μην αναφέρουμε την εστίαση της προσοχής στα σφάλματα και τις ανεπάρκειες του δικαστικού συστήματος. Ως το 1927 το αμερικάνικο νομικό σύστημα είχε γίνει ο μεγαλύτερος στόχος των Ευρωπαίων κριτικών που αντιπροσώπευαν και τις δυο πτέρυγες του πολιτικού φάσματος: Συντηρητικοί ρωτούσαν γιατί πήρε τόσο πολύ η εκτέλεση μιας ποινής επιβεβλημένης από νόμιμο δικαστήριο. Πολλοί καταδίκαζαν την ίδια την θανατική ποινή. Μέχρι την παραμονή της εκτέλεσης, υπήρχε πρακτικά ομόφωνη συμφωνία σε πολλές χώρες πως οι αρχές της Μασαχουσέτης θα έδιναν χάρη στους δυο άνδρες με δεδομένη την αμφιβολία των για την ενοχή τους. ωστόσο η πλαισίωση τέτοιων κριτικών των Ηνωμένων Πολιτειών ως πιο περίπλοκων από ότι ο απλουστευτικός όρος «αντιαμερικανισμός» μπορεί να αφήνει να εννοηθεί. Όπως μια εφημερίδα στη Δανία, η Politiken, έγραψε τον Αύγουστο του 1927, «Αν ήταν μόνο στη Ρωσία ή σε κάποια άλλη βαρβαρική χώρα που ένας τέτοιος δικαστικός φόνος πραγματοποιούνταν για πολιτικούς λόγους. Αλλά η Αμερική, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής! Αν κάτι τέτοιο συμβεί εκεί, ολόκληρη η αίσθηση δικαιοσύνης του ανθρώπινου γένους θα πληγωθεί βαθιά». Μια ακόμη εφημερίδα στη Δανία, η Ekstrabladet, δήλωνε, «η Αμερική, η οποία μέχρι πρόσφατα ήταν η χώρα της ελευθερίας, έχει αρχίσει νέο ρόλο: εκείνον της αντίδρασης… η οποία ετοιμάζεται να αναλάβει την παγκόσμια ηγεμονία».
Ως το 1927 όχι μόνο ριζοσπαστικές εκδόσεις, αλλά και τα συνηθισμένα μαζικά μέσα είχαν, και διέδιδαν νέα της υπόθεσης. Οι πρεσβείες των ΗΠΑ κυκλοφορούσαν λεπτομερείς αναφορές πάνω στο τι έγραφαν οι εφημερίδες σε ολόκληρο το κόσμο σχετικά με την υπόθεση, σημειώνοντας με αηδία και ανησυχία τις διαδομένες επικρίσεις που άκουγαν σχετικά με το αμερικάνικο νομικό σύστημα. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Νορβηγία σημείωνε πως «ο αστικός τύπος και ένας ανησυχητικά μεγάλος αριθμός μη ριζοσπαστών πολιτών εκφράζουν αμφιβολία σχετικά με την ενοχή [των Sacco και Vanzetti]». Στην Λατινική Αμερική η αρνητική προσοχή του τύπου οδήγησε αντιπροσώπους των αμερικάνικων επιχειρηματικών συμφερόντων στο να γράψουν επιστολές στα United Press, Associated Press και στο International News Service στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαμαρτυρόμενοι πως οι ανταποκρίσεις που δημοσιεύονταν σχετικά με την υπόθεση Sacco και Vanzetti «είναι σχεδόν αντιαμερικάνικες». Στη πρεσβεία στην Κοπεγχάγη αξιωματούχοι σημείωναν πως «κάθε απόχρωσης πολιτικής γνώμης, κάποιοι μετριοπαθείς, άλλοι σε ιδιαίτερα εμπρηστική γλώσσα» απέρριπταν την ποινή των Sacco και Vanzetti. Στην Ουρουγουάη, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο της αποστολής των ΗΠΑ, ο τύπος παρακολουθούσε την δίκη σε «ένα σχεδόν απίστευτο βαθμό», με τις κομμουνιστικές και συντηρητικές εφημερίδες να συμφωνούν πως οι Sacco και Vanzetti δεν έπρεπε να εκτελεστούν.
Τον Αύγουστο του 1927, όταν ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, Fuller αρνήθηκε να δώσει χάρη, ένα παλιρροϊκό κύμα οργής και αγανάκτησης σάρωσε την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική. Στη Γερμανία εκείνο το καλοκαίρι, διαδηλώσεις σε Αμβούργο, Βερολίνο, και Λειψία κατέληξαν βίαιες και αιματηρές. Ένα ευρύ φάσμα του τύπου στο Βερολίνο, τη γερμανική πρωτεύουσα, εξέφρασε αμφιβολίες πως είχε αποδοθεί η δικαιοσύνη, με τους Σοσιαλδημοκράτες να αποκαλούν την ποινή «Justizmord» (δικαστικό φόνο). Σημαντικοί πολιτικοί όπως ο Paul Löbe, πρόεδρος του Ράιχσταγκ, ενώθηκε με τον θορυβώδη χορό της αντίθεση. Στη Γαλλία μια μαζική διαδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Μπουά ντε Βινσεν, στα προάστια του Παρισιού στις 8 Αυγούστου, με μεταξύ είκοσι πέντε και εβδομήντα πέντε συμμετέχοντες κρατώντας πανό και απαιτώντας επιείκεια για τους δυο άνδρες. Στη γειτονική Ελβετία όχλοι επιτέθηκαν στο αμερικάνικο προξενείο. Στη Δανία, τα στελέχη της πρεσβείας των ΗΠΑ δραπέτευσαν από τη βία του όχλου, σύμφωνα με τον Αμερικάνο πρέσβη, μόνο επειδή «οι δυνάμεις της αστυνομίας» τους προστάτευσαν. Στη Λατινική Αμερική η εχθρικότητα προς τον πανίσχυρο γείτονα στο Βορρά ανέβηκε σε κρίσιμα επίπεδα. Την παραμονή της εκτέλεσης, οι υποστηρικτές των Sacco και Vanzetti κινητοποιήθηκαν από το Μεξικό ως την Αργεντινή, οργανώνοντας γενικές απεργίες στη Γκουανταλαχάρα του Μεξικού και στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης. Στελέχη της πρεσβείας ανέφεραν πως στην Γκουανταλαχάρα στις 10 Αυγούστου «όλα τα καταστήματα έκλεισαν, όλα τα μέσα μεταφοράς σταμάτησαν, και κανένα ιδιωτικό αυτοκίνητο δεν επιτρέπονταν στο δρόμο». Μετά από αίτημα των επισήμων του προξενείου , μεξικάνικα στρατεύματα περιφρουρούσαν το τμήμα της πόλης που ζούσαν οι Αμερικάνοι. Τα καταστήματα του Μοντεβιδέο έκλεισαν, οι εφημερίδες ανέστειλαν την κυκλοφορία, και κάθε τραμ μετέφερε έναν οπλισμένο στρατιώτη. Τα στελέχη της αμερικάνικης πρεσβείας τόνισαν την «εκστασιασμένη κατάσταση του κοινού αισθήματος εναντίον μας σε συνδυασμό με τη δίκη που είχε διαδοθεί σε όλες τις τάξεις στη χώρα αυτή». Στη Πόλη του Μεξικού κινηματογράφοι διέκοπταν τις προβολές για μισή ώρα για να διαμαρτυρηθούν για τη μοίρα των δυο ανδρών. «Είτε αρέσει σε κάποιον είτε όχι», έγραφε η γαλλική Journal Des Débats τον Αύγουστο του 1927, «η μοίρα των Sacco και Vanzetti έχει πάρει διεθνή σημασία». Στο Μόναχο το εξώφυλλο ενός εβδομαδιαίου περιοδικού έδειχνε ένα εκνευρισμένο πλήθος με μια λεζάντα που σημείωνε τις «καταιγίδες» διαμαρτυρίας που σάρωναν την Γερμανία και σε ολόκληρη τη Ευρώπη.
Για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η προπαγάνδιση ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική. Η πρώιμη κινητοποίηση στο Μεξικό οδήγησε τους αξιωματούχους της πρεσβείας να κυκλοφορήσουν μια επιστολή «που περιείχε μια αληθινή εξήγηση της υπόθεσης των Sacco και Vanzetti». Ήδη από το 1922, αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον, σημείωναν «μπροστά στις πολλές ανακριβείς αναφορές οι οποίες έχουν εμφανιστεί στο ξένο τύπο σχετικά με την υπόθεση των κυρίων Sacco και Vanzetti, το υπουργείο θεώρηση απαραίτητο να εξασφαλίσει μια σύντομη δήλωση από τις αρχές της Μασαχουσέτης για τα γεγονότα των υποθέσεων που έφερε τη δίκη των δύο ανδρών». Ακολουθούσαν στενά τις αποφάσεις της υπόθεσης, ειδοποιώντας τις πρεσβείες και τα προξενεία για το πότε θα έβγαιναν οι αποφάσεις ώστε το προσωπικό τους να προετοιμάζεται για τις αναμενόμενες απειλές και πράξεις βίας και διαμαρτυρίας. Τέλος, το υπουργείο έφτασε σε σημείο που μια απλή ειδοποίηση δεν ήταν αρκετή, και ως το 1926 οι αξιωματούχοι του έκαναν έκκληση στη Μασαχουσέτη για ειδοποίηση εκ των προτέρων: «πρέπει να ενημερώσουμε τις διάφορες αποστολές μας με τηλεγράφημα όχι μόνο πως οι δύο άνδρες έχουν καταδικαστεί επειδή αυτά τα νέα θα κάνουν το γύρο του κόσμου αρκετά γρήγορα, αλλά… πρέπει να μπορούμε να τους ενημερώσουμε με απόλυτη εχεμύθεια δυο ή τρεις μέρες νωρίτερα ώστε κατάλληλες προφυλάξεις να παρθούν για τη προστασία τους πριν να είναι αργά». Οι προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών αντικατοπτρίζονταν από τα προξενεία στο εξωτερικό. Στην Αργεντινή οι αξιωματούχοι της πρεσβείας δημοσίευσαν ένα εξαιρετικά λεπτομερές ιστορικό της δίκης, το οποίο έδωσαν στις εφημερίδες με το αίτημα να το ανατυπώσουν για να διορθωθούν οι «παρανοήσεις». Αμερικάνοι επιχειρηματίες στο Μπουένος Άιρες, για να εξασφαλίσουν την ευρεία διάχυση της σύνοψης της πρεσβείας, έβαλαν διαφημίσεις σε εφημερίδες ανατυπώνοντάς την ολόκληρη.
Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είχαν βαθιά επίγνωση, και ανησυχούσαν λόγο, της προπαγάνδισης γύρω από την υπόθεση. Η απόφαση του κυβερνήτη Fuller να αναβάλει την εκτέλεση μετά την άρνηση του να δώσει χάρη ήταν μια απάντηση όχι μόνο στις εκκλήσεις της τελευταίας στιγμής από τους δικηγόρους, αλλά και στην τεράστια παγκόσμια αντίδραση. Η προπαγάνδιση όμως έμοιαζε να έχει την αθέμιτη συνέπεια του να σκληρύνει τις θέσεις των αξιωματούχων. Ο William E. Borah, πρόεδρος της επιτροπής της γερουσίας για τις εξωτερικές υποθέσεις, εξέφρασε την άποψη πολλών επισήμων: «Θα είναι εθνική ταπείνωση, μια ξεδιάντροπη, δειλή υπονόμευση του εθνικού κουράγιου, να λάβουμε έστω και στο ελάχιστο υπόψιν τη διεθνή διαμαρτυρία…. Η εξωτερική παρέμβαση είναι μια θρασύτατη και ηθελημένη πρόκληση στην αίσθηση αξιοπρέπειας και τιμής μας και πρέπει να αντιμετωπιστεί κατάλληλα». Ο A. Lawrence Lowell, πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής που συγκάλεσε ο κυβερνήτης Fuller για να μελετήσει την υπόθεση και να μελετήσει την περίπτωση χάρης, έγραψε στον Fuller λίγο μετά την εκτέλεση, συγχαίροντας τον για την απόφαση του να προχωρήσει με αυτή. Ο Fuller, είχε «απόλυτα δίκιο να αρνηθεί μια μετατροπή… η οποία θα είχε κρατήσει την προπαγάνδα για χάρη ανοιχτή επ’ αόριστο». Ωστόσο, κάλεσε τον κυβερνήτη να παραγγείλει μια εκτεταμένη αναφορά, ελπίζοντας πως θα έχει «μεγάλη αξία… για την επιρροή της πάνω σε ξένους που έλαβαν μια εντελώς στρεβλή εικόνα της υπόθεσης».
Η παγκόσμια ιστορία δεν τελείωσε με την εκτέλεση των δύο ανδρών. Συνέχισε για τα καλά μέσα στη δεκαετία του 1930, και βγήκε ξανά στο προσκήνιο με δυναμικό τρόπο την δεκαετία του 1960, και είναι ακόμη μαζί μας σήμερα. Ο αγώνας γύρω από την κληρονομιά των Sacco και Vanzetti άρχισε μόλις οι δυο άνδρες συνάντησαν τη μοίρα τους στην ηλεκτρική καρέκλα στις 23 Αυγούστου 1927. Με την ποινή να εκτελείται, εξυψώθηκαν τώρα σε επίπεδο μαρτύρων. Άμεσα διαδηλώσεις εξέφρασαν την οργή και προσπάθησαν να τιμήσουν τη μνήμη των δυο ανδρών. Στη Πόλη του Μεξικού, η Μεξικανική Εργατική Ομοσπονδία κάλεσε σε αποχή από την εργασία για μια ώρα το πρωί της 24ης Αυγούστου. Τα τραμ σταμάτησαν, τα λεωφορεία στάθμευσαν κατά μήκος των βασικών δρόμων της πόλης, και η κυκλοφορία παρέλυσε. Στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, δέκα χιλιάδες διαδηλωτές διαδήλωσαν στους δρόμους. Στο Παρίσι, παρά τη βροχή, ομάδες διαδηλωτών συγκρούστηκαν με την αστυνομία: Πέτρες και τούβλα πετάχτηκαν, παράθυρα έσπασαν, και αυτοκίνητα στη διαδρομή της πορείας αναποδογυρίστηκαν. Περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί τραυματίστηκαν και κάπου διακόσιοι διαδηλωτές συνελήφθησαν. Τότε οι πορείες και διαμαρτυρίες σταμάτησαν, και η υπόθεση πήρε νέα ζωή ως το αντικείμενο ταινιών, μυθιστορημάτων, και ποίησης σε ολόκληρο το κόσμο. Η αυλαία σηκώθηκε για την Τρίτη πράξη αυτής της παγκόσμιας ιστορίας.
Ιστορίες για τη ζωή και το θάνατο των δυο ηρώων της εργατικής τάξης ικανοποίησαν τις απαιτήσεις της αυξανόμενης κινηματογραφόφιλης παγκόσμιας εργατικής τάξης. Ταινίες παράχθηκαν σε Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία και Ρωσία δραματοποιώντας την υπόθεση. Ένα φυλλάδιο στην Αργεντινή διαφήμιζε την ταινία Sacco y Vanzetti ως αποκαλυπτική «όλων των αγώνων, των ιδανικών, και το βαθύ μαρτύριο των εφτά χρόνων αργού θανάτου, η πιο συναρπαστική, τραγική και ηρωική ιστορία εδώ και αιώνες». Σημειώνεται πως «οι γυναίκες πρέπει να δουν αυτή τη ταινία»· το δράμα της Rosa Sacco «θα φέρει δάκρυα στα μάτια όλων των γυναικών του κόσμου». Στην Κοπεγχάγη εντυπωσιοθηρικές διαφημίσεις έγραφαν για μια ταινία για τους Sacco και Vanzetti ως μια ιστορία «δικαστικού φόνου… Μια ταινία εγκλημάτων σε Έξι Μεγάλες Πράξεις». Οι ταινίες προβάλονταν σε απομακρυσμένα μέρη όπως το Μαρόκο και το Μοντεβιδέο, προς μεγάλη ανησυχία των αξιωματούχων της αμερικάνικης πρεσβείας, που διαμαρτυρήθηκαν για τις προβολές «ως μια εύκολη και προμελετημένη προσπάθεια να προκληθεί μίσος εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών». Ισχυριζόμεοι πως οι ταινίες αποτελούσαν άμεση επίθεση στις δικαστικές διαδικασίες μιας φιλικής χώρας, οι επίσημοι των πρεσβειών ζητούσαν να αποσυρθούν κάποιες φορές πετυχημένα. Άλλες μορφές κουλτούρας της εργατικής τάξης επίσης πρόσφεραν τρόπους διαμαρτυρίας και υπενθύμισης της υπόθεσης. Ένα ταγκό – ο χορός που δημιουργήθηκε από την εργατική τάξη της Αργεντινής στη δεκαετία του 1920 – είχε τίτλο «Sacco y Vanzetti». Σύνθεση του J. M. LaCarte, μιλούσε για «δυο Ιταλούς σε ένα θλιβερό κελί… που θρηνούσαν για το πόνο και τα βάσανα τους». επιχειρηματίες με ριζοσπαστικές τάσεις επίσης χρησιμοποίησαν το όνομα των δύο ανδρών για να προσελκύσουνπελάτες της εργατικής τάξης. Στην Αργεντινή πωλούνταν μια μάρκα τσιγάρων Sacco και Vanzetti. Ο Αμερικάνος πρέσβης στην Αργεντινή ήταν τόσο ανήσυχος με την πώληση τους και άλλων «εμπορικών αντικειμένων» που έφεραν τα ονόματα «δυο καταδικασμένων εγκληματιών στις Ηνωμένες Πολιτείες» που διαμαρτυρήθηκε στο υπουργείο εξωτερικών της Αργεντινής ζητώντας την απαγόρευση τους. υποστηρικτές των δύο ανδρών στην Αργεντινή επίσης προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να μεταμορφώσουν δημόσιους χώρους σε τόπους συλλογικής μνήμης. Προτάσεις διατυπώθηκαν από μέλη των δημοτικών συμβουλίων σε Μπουένος Άιρες για να αλλάξει το όνομα της οδού Estados Unidos σε Nicolas Sacco και εκείνης της Nueva York σε Bartolomé Vanzetti.
Πιο συχνά, οι δυο άνδρες μνημονεύονταν στη σκηνή, σε ποιήματα, σε τραγούδια, και σε μυθιστορήματα με την ιστορία τους να επαναλαμβάνεται σε διαφορετικούς τρόπους για διαφορετικά κοινά σε διαφορετικές εποχές. Το πρώτο κύμα αυτής της τέχνης βγήκε στη σκηνή στον απόηχο της εκτέλεσης των δυο ανδρών και συνέχισε στη δεκαετία του 1930. Ενώ αρκετό από το υλικό αυτό παράχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά μεταφράζονταν και εκδίδονταν και αλλού – όπως η ιστορία της υπόθεσης από τον Eugene Lyons και το θεατρικό του 1928, Gods of the Lightning, από τους Maxwell Anderson και Harold Hickerson, που ανέβηκε στο Βερολίνο το 1930 και στη Μαδρίτη το 1931. Άλλα έργα γράφτηκαν στο εξωτερικό, για παράδειγμα, η γαλλική παραγωγή του Pierre Yrondy, Sept ans d’agonie. Ριζοσπαστικές εφημερίδες και περιοδικά που διατήρησαν μια ροή πληροφοριών όταν οι δύο άνδρες ήταν ζωντανοί τώρα τους θυμόντουσαν σε επετειακά συμπληρωματικά φύλα και τυπωμένες ιστορίες της υπόθεσης. Ακόμη και φτηνό υλικό που στόχο είχε τα εργατικά κοινά επαναλάμβαναν την ιστορία από τη Μαδρίτη ως την Αβάνα στο Μπουένος Άιρες. Τα γραπτά του Bartolomeo Vanzetti, ειδικά η αυτοβιογραφία του, μεταφράστηκε πολλές γλώσσες. Ο συγγραφέας Ba Jin, που είχε ανταλλάξει επιστολές με τον Vanzetti όταν ο Ιταλός ήταν στη φυλακή, μετέφρασε την αυτοβιογραφία στα κινεζικά. Ήταν βαθιά συγκινημένος από την υπόθεση και αναφέρθηκε σε αυτή στο πρώτο του μυθιστόρημα, Meiwang, που εκδόθηκε το 1929. Ο αναφέρονταν στον Vanzetti ως το «μέντορα» του. «Δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά τον αγαπώ και με αγαπά». Το πρώτο κύμα πολιτιστικής παραγωγής, όπως μαρτυρούν οι λέξεις του Ba Jin – θεατρικά, μυθιστορήματα, ποίηση, και τέχνη – ηρωοποιούσαν τους δύο άνδρες και εξασφάλισαν τη θέση τους για την αιωνιότητα ως μάρτυρες της εργατικής τάξης των οποίων ο θάνατος συμβόλιζε την αδικία και καλούσε σε κοινωνική δράση.
Το δεύτερο κύμα πολιτιστικής παραγωγής γεννήθηκε την δεκαετία του 1960, μια στιγμή έντονης κοινωνικής σύγκρουσης σε πολλά μέρη. Για όσους αμφισβητούσαν τις φανερές αποτυχίες των κοινωνιών τους να σταθούν στο ύψος των δημοκρατικών ιδανικών, η υπόθεση τόνιζε την αποτυχία τους στο παρελθόν και συνέδεε ένα αυξανόμενο κοινωνικό κίνημα με την μακρά ιστορία αγώνα. Η ιστορία των δυο ανδρών στέκονταν σε μια ευρύτερη ιστορία κοινωνικής αδικίας και καλούσε σε ανανέωση της «διεθνούς αλληλεγγύης». Τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 – από το φοιτητικό κίνημα ως τον φεμινισμό και την Νέα Αριστερά – ήταν διεθνή. Ιδέες, άνθρωποι, και οργανώσεις ξεχύνονταν πέρα από εθνικά σύνορα για να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αδικία στις χώρες τους και παγκόσμια. Άτομα που έλαβαν μέρος σε αυτές τις κινητοποιήσεις αναζητούσαν τέτοιες στιγμές αλληλεγγύης στο παρελθόν για έμπνευση. Εκδότες δεν εξέδωσαν απλά ξανά μαρτυρίες για την υπόθεση, για παράδειγμα των Upton Sinclair και του Eugene Lyons, αλλά ιταλικά, γαλλικά και γερμανικά θεατρικά που έλεγαν την ιστορία. Σε ένα θεατρικό από τον Armand Gatti, παραγμένο στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η διεθνής παρουσία της υπόθεσης αποτελούσε το κεντρικό του θέμα: Η δίκη των δύο ανδρών παρουσιάζονταν μέσα από τα μάτια ανδρών και γυναικών σε πέντε αστικά περιβάλλοντα – Βοστόνη, Λυών, Αμβούργο, Τορίνο, και Νέα Ορλεάνη. Οι Sacco και Vanzetti ήρθνα ξανά στη ζωή όχι μόνο σε θεατρικά αλλά και επίσης μέσα από τη μουσική. Το «Ballad of Sacco and Vanzetti» της Joan Baez, γραμμένο από τον Ennio Morricone, μοιράζονταν το τίτλο ενός προηγούμενου κομματιού του Woody Guthrie προς τιμή των δύο ανδρών. Συνέδεε το μαρτύριο τους με το «φυλετικό μίσος» και «το απλό γεγονός» του να είσαι «φτωχός». Έγινε γνωστό σε διεθνές κοινό μέσα από την κυκλοφορία της ταινίας του Giuliano Montaldo του 1971, Sacco e Vanzetti. Τραγουδοποιοί από το εξωτερικό μπήκαν στο χορό. Ένας από τους γνωστότερους τραγουδιστές της Γαλλίας, ο Georges Moustaki, μετέφρασε το τραγούδι της Baez και το κυκλοφόρησε ως «La marche de Sacco et Vanzetti». Στη Γερμανία ο πολιτικός τραγουδοποιός Franz Josef Degenhardt γνώρισε σε μια νέα γενιά τους δύο άνδρες με δυνατούς στίχους σε τρεις γλώσσες που επεδίωκαν να εμπνεύσουν αριστερή κινητοποίηση τιμώντας την κληρονομιά και το μαρτύριο των Sacco και Vanzetti.
Ακόμη και σήμερα, οι Sacco και Vanzetti δεν έχουν ξεχαστεί. Τα ονόματα τους βρίσκονται σε δρόμους της Γαλλίας, της Ιταλίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Από το 1988, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Φρανκφούρτη είχε ένα «δωμάτιο ανάγνωσης» για τους Sacco και Vanzetti, δημιουργημένο από τον ιρανικής καταγωγής καλλιτέχνη Siah Armajani ως φόρο τιμής στην «αφοσίωση των ανδρών αυτών στα δικαιώματα των εργατών και το στόχο της οικουμενικής εκπαίδευσης». Στην Αργεντινή το 1991, το Sacco y Vanzetti ένα έργο από τον Mauricio Kartun, έκανε πρεμιέρα στο Μητροπολιτικό Θέατρο του Μπουένος Άιρες. Εκδοχές του έργου έχουν παιχτεί από τότε στην ενδοχώρα της Αργεντινής, στο Μοντεβιδέο, και στη Ρώμη. Νέα θεατρικά, από το Sacco and Vanzetti: A Vaudeville του Louis Lippa ως την όπερα του Anton Coppola, Sacco and Vanzetti, που έκανε πρεμιέρα στην όπερα του Σαιντ Πήτερσμπεργκ στην Φλόριντα το Μάρτιο του 2001, λέγοντας ξανά την ιστορία. Στης δραματοποιήσεις αυτές, οι λεπτομέρειες της υπόθεσης έχουν χαθεί καθώς έχει μεταμορφωθεί σε σπουδαίο σύμβολο του αγώνα των αδυνάμων, των φτωχών, και της εργατικής τάξης για κοινωνική και οικονομική δικαιοσύνη και των πολιτικών μειονοτήτων για ανοχή.
Με δεδομένα τα 80 χρόνια που οι ιστορικοί απέτυχαν να φτάσουν σε συμφωνία πάνω στην ενοχή ή την αθωότητα των Sacco και Vanzetti, μπορεί να φανεί παράξενο πως έχουν πετύχει παγκόσμια αναγνώριση ως μάρτυρες της εργατικής τάξης. Εν τέλει, ο 20ος αιώνας έχει δει το μερίδιο του από αθώες γυναίκες και άνδρες που διώχθηκαν και εκτελέστηκαν από καταπιεστικά κράτη επειδή είχαν διαφορετικές πολιτικές γνώμες. Ωστόσο, στο πλαίσιο ιστορικής στιγμής και των περιστάσεων που έφεραν τους δύο Ιταλούς στο προσκήνιο, η διαρκής δύναμη τους βγάζει νόημα. Η περίπτωση των Sacco και Vanzetti ήρθε την ίδια στιγμή με τη γέννηση της νέας εποχής της μαζικής επικοινωνίας που μεταμόρφωσε το κόσμο σε ένα πολύ πιο συνδεδεμένο μέρος. Αυτό έκανε τους δυο αναρχικούς γνωστά ονόματα σε πολλά μέρη του κόσμου. Επιπλέον, η σύγκρουση έλαβε χώρα σε μια εποχή που οι δυναμικές παγκόσμιου ριζοσπαστισμού αναδιαμορφώνονταν, επιτρέποντας η υπόθεση να χρησιμεύσει ως σκοπός για διαφορετικές ομάδες στις προσπάθειες τους να αναζωογονήσουν ή να χτίσουν νέα ριζοσπαστικά κινήματα. Επίσης έλαβε χώρα σε μια εποχή που οι ταξικές σχέσεις διαφοροποιούνταν σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική. Ως αποτέλεσμα, έγινε ενοποιητικός σκοπός που έφερε μαζί εργάτες και πολίτες της μεσαίας τάξης που μοιράζονταν μια ανησυχία πάνω στα θέματα πολιτικής ανοχής, διακρίσεων και κοινωνικής δικαιοσύνης – χτίζοντας ουσιαστικά μια πρώιμη εκδοχή του Λαϊκού Μετώπου. Οι παράγοντες αυτοί συνέβαλλαν στην εκδήλωση του παγκόσμιου πάθους των Sacco και Vanzetti.
Ήταν όμως η τοποθεσία της δίκης στις Ηνωμένες Πολιτείες και η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμια δύναμη που πάνω από όλα εξηγεί την απήχηση της υπόθεσης. Οι κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες από τον 1ο ΠΠ τις ονόμασαν φάρο της ελευθερίας και της δημοκρατίας, μια θετική δύναμη για ένα καλύτερο κόσμο. Από την οπτική εκείνων έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες – τόσο για εκείνους που αγκάλιαζαν αυτή την υπόσχεση και για εκείνους που την βρήκαν στείρα – η ξεκάθαρη παραβίαση της δικαιοσύνης στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν δίκαια διεθνής ανησυχία. Ήταν, όπως το έβλεπαν, όχι μόνο το δικαίωμα τους αλλά το καθήκον τους ως πολίτες ενός κόσμου με όλο και σημαντικότερη επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών να ενδιαφέρονται για την διαφθορά της αμερικάνικης δικαιοσύνης. Ενώ ο γερουσιαστής William Borah το 1927 αγανακτισμένος κήρυξε την ξένη παρέμβαση ως «θρασύτατη», τέτοιου είδους παρεμβάσεις έγιναν κατανοητές διαφορετικά από πολλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και από την πλατιά πλειοψηφία εκείνων που κοιτούσαν από έξω προς τα μέσα. Παρά τα κλειστά αυτιά των αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών προς την διεθνή κατακραυγή, η νομιμοποίηση της ήταν προφανής σε εκατομμύρια πολιτών του κόσμου: Μια χώρα που αξιώνει παγκόσμια επιρροή – εν μέρει βασισμένη στις οικουμενικές αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας – είναι το δίκαιο αντικείμενο διεθνής κριτικής όταν ελεύθεροι θεσμοί και δημοκρατικές αξίες έμοιαζαν να αποτυγχάνουν. Σε ένα κόσμο όλο και πιο διαμορφωμένο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό είναι σωστό τόσο σήμερα όσο και στη δεκαετία του 1920.
Αρθρο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση The Journal of American History. Η Lisa McGrirr είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
geniusloci2017.