Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ’χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. — Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
Ειρήνη Μάρρα – Τα κόκκινα λουστρίνια
«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.
Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνι, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντο του από νωρίς. Σύναζε λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον παίρναν στο μεζέ αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.
Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκη για πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζής και πάντα πετύχαινε σκόντο, που ’καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.
Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το ’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσι του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.
Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.
Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο. Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.
Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα καλαπόδια θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.
Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανεί στα μάτια του, κι απέ, δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντι και τραγούδι, ψίδι και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι.
Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευενυχτέρι άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.
Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν· γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτρα. Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κουβαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσε να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιό του καρφωμένο στο φακιδερό κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοιά τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρότανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…
Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέζι. Τα φαγητά ξανόσταιναν στο στόμα του. Yπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.
Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνι στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.
Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρη ήταν μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;
Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.
Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνια, για να γλιτώνει τα παπούτσια, να τα ’χει σκολιανά να τα ’χει σκολιανά. Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά.
Μα ναι, είχε πολλά κι ένα ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπούτσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου.
Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πάνω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.
Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο ώριμος. Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη φαλτσέτα με το τραγούδι.
Ειρ. Μάρρα, Η τριλογία του δίφραγκου, Ελληνικά Γράμματα
Στα τέλη του 18ου αιώνα, έως και 10.000 αγόρια ζούσαν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και κοιμόντουσαν στις σκάλες των γραφείων των εφημερίδων. Μόλις έπαιρναν στα χέρια τους τα φύλλα της ημέρας, παρενοχλούσαν τους πεζούς για χρήματα και συνήθως έβγαζαν 30 σεντς την ημέρα.
Ουίλιαμ Μπλέικ – Ο καπνοδοχοκαθαριστής
«Ὅταν πέθανε ἡ μαμά μου, ἤμουνα πολύ μικρό
και με πούλησε ὁ μπαμπάς μου, πριν ἀρχίσω να τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
και κοιμᾶμαι ὅπου βρῶ
στάχτη, σκόνη και καπνό!»
Τσίριζε ὁ μικρός ὁ Δάκρης που τοῦ κόβαν τα μαλλιά.
«Εἶναι ὄμορφα» τοῦ εἶπα, «και σγουρά, μα μη σε νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δεν πειράζει.
Στα μαλλιά δε θά ῾χεις πιὰ
στάχτη, σκόνη και καπνιά!»
Ἔκατσε, λοιπόν, ὁ Δάκρης και τοῦ κόψαν τα μαλλιά,
μα το βράδυ, στ᾿ ὄνειρό του, εἶδε χίλια φερετράκια
με κατάμαυρα καπάκια.
Εἶχαν ὅλα τους παιδιά
πεθαμένα ἀπ᾿ την καπνιά.
Τότε, ἦρθε από πάνω ἕνας ἄγγελος καλός.
Ἄνοιξε τα φερετράκια, τα παιδάκια σηκωθῆκαν,
σὲ λιβάδι ξεχυθῆκαν.
Ἦταν κι ἕνας ποταμός…
μπῆκαν κι ἔλαμψαν στο φῶς.
Ἂφησαν τα ἐργαλεῖα κι ὅπως ἤτανε γυμνά,
μες στα σύννεφα πετάξαν, μέχρι τ᾿ οὐρανοῦ την ἄκρη.
Εἶπε ὁ ἄγγελος στο Δάκρη:
«Ἅμα κάθεσαι καλά,
θά ῾χεις το Θεό μπαμπά».
Ξύπνησε. Ἔκανε κρύο κι ἤτανε πολύ πρωί,
μα δεν κρύωνε, μια φλόγα ἔκαιγε μες στην καρδιά του.
Πῆγε πρῶτος στη δουλειά του.
Ὅποιος ἔχει ὑπομονή,
βγαίνει πρῶτος στη ζωή.
https://redlineagrinio.gr/
Τα “αγόρια-θραύστες”, εκείνα τα παιδιά που εργάζονταν στα ανθρακορυχεία της Πενσιλβανίας, χώριζαν τον άνθρακα από τον σχιστόλιθο με το χέρι. Συνήθως δούλευαν δέκα ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα.
Το άσθμα και τα μαύρα πνευμόνια ήταν σύνηθες μεταξύ των αγοριών και πολλά έχαναν τα άκρα τους όταν έπεφταν στις μηχανές ή τραυματίζονταν θανάσιμα από αναχώματα άνθρακα ή από τους μεταφορικούς ιμάντες
ΑΓΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ – ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΝ
Καθαρίζουν τα παρμπρίζ στους σηματοδότες.
Εκτοξευμένα από το διάστημα,
κάπως έτσι φανταζόμαστε τις ευαίσθητες περιοχές,
αναστατώνουν τον οίκτο.
Αλλά δεν επιτυγχάνουν περισσότερα.
Δεν μπορούν να καθαρίσουν συνειδήσεις.
Μονάχα επιφάνειες
για να τρέχουμε κατόπιν ασυναίσθητα
ωσάν τετελεσμένο γεγονός.
Από την ποιητική συλλογή Ζωηρή Θέα
http://agisbratsos.gr/
Το 1899, ωστόσο, τα αγόρια των εφημερίδων ξεκίνησαν απεργία. Αρνήθηκαν να κρατούν τις εφημερίδες των Joseph Pulitzer και William Randolph Hearst, μέχρι οι εταιρείες να παρείχαν καλύτερη αποζημίωση στο παιδικό εργατικό δυναμικό που ήταν υπεύθυνο για την ευρεία κυκλοφορία των δημοσιευμάτων τους.
Κάρολος Ντίκενς – Όλιβερ Τουίστ
Ο Όλιβερ Τουίστ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε μια νύχτα σε άσυλο. Η μητέρα του ερχόταν από μακριά, κανένας δεν ήξερε από πού. Η φτωχή γυναίκα ξεψύχησε αφού ζήτησε να τη δώσουν να φιλήσει το νεογέννητο. Ο μικρός Όλιβερ δεν είχε ούτε καν επίθετο. Του το έδωσε ο παιδονόμος, ο επιστάτης του φτωχοκομείου, ο άκαρδος κ. Μπαμπλ. Στα ορφανά που δεν είχαν όνομα τους έδινε επίθετα με αλφαβητική σειρά.
Τους πρώτους μήνες της ζωής του, ο Όλιβερ τούς πέρασε στο άσυλο των απόρων. Αργότερα τον έστειλαν στο σπίτι της κυρίας Μαν που έπαιρνε από τον Δήμο χρήματα για να μεγαλώνει τα ορφανά. Η ζωή στο σπίτι εκείνο ήταν φοβερή για τα παιδάκια. Το περίεργο δεν ήταν που πέθαιναν -και πέθαιναν αρκετά- αλλά που κατάφερναν να ζήσουν και να μεγαλώσουν με τα φαγητά που έτρωγαν και με τα κουρέλια που φορούσαν.
Στο σπίτι της κυρίας Μαν ο Όλιβερ έκλεισε τα 9 χρόνια του. Ήταν ένα παιδάκι χλωμό, αδύνατο, δειλό και πάντα τρομαγμένο. Στα 9 του χρόνια πήγε και το παρέλαβε από το ορφανοτροφείο της κας Μαν, ο επιστάτης του ασύλου, ο κ. Μπαμπλ. Οι Σύμβουλοι είχαν αποφασίσει ότι ο Όλιβερ έπρεπε ν’ αρχίσει να εργάζεται.
Εκεί στο άσυλο των απόρων του Δήμου, ο Όλιβερ Τουίστ διέπραξε το πρώτο μεγάλο αμάρτημα της ζωής του. Ένα βράδυ, ο δυστυχής Όλιβερ Τουίστ είχε την κακή ιδέα να ζητήσει λίγο φαγητό από το μάγειρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, να ζητήσει κι άλλο φαγητό ένα ορφανό. Το Συμβούλιο αποφάσισε να απομακρύνει τον μικρό «αντάρτη» και «ταραχοποιό» από το άσυλο, αφού πρώτα διέταξε να τον κλείσουν στην απομόνωση.
Έτσι ο Όλιβερ δόθηκε μαθητευόμενος σ’ έναν εργολάβο κηδειών, τον κ. Σάουερμπέρρυ (Sowerberry). Μα και στο σπίτι αυτό η ζωή του μικρού Όλιβερ ήταν μαρτυρική και ανυπόφορη. Ώσπου, μια μέρα, ο Τουίστ ξεκίνησε με τα πόδια για το Λονδίνο. Παντού ήταν μόνος, παντού ήταν αποδιωγμένος και αβοήθητος.
Ύστερα από πολλές μέρες ταξίδι με τα πόδια, έφτασε στα προάστια του Λονδίνου. Εκεί συναντήθηκε τυχαία μ’ ένα νεαρό αλήτη, τον Τζακ Ντώουκις. Αυτός πρότεινε στον Όλιβερ να τον πάει στο Λονδίνο και να τον συστήσει σ’ ένα «καλό γέρο» που… βοηθούσε τ’ απροστάτευτα παιδάκια. Ο γέρος αυτός ήταν ο Φέιγκιν. Δουλειά του ήταν να μαζεύει αλητάκια και να τα εκπαιδεύει στην κλεψιά και την λωποδυσία.
Ο δρόμος που θα οδηγούσε στην καταστροφή ήταν πια ορθάνοιχτος μπροστά στο δυστυχισμένο ορφανό. Όμως ο Όλιβερ Τουίστ είχε μέσα του τα στοιχεία που κάνουν έναν καλόν και τίμιο άνθρωπο, γι’ αυτό και μετά από πολλές περιπέτειες ο αγώνας του τελικά αμείφθηκε. Στο τέλος βρήκε την οικογένειά του.
Η ταινία Oliver Twist είναι δράμα παραγωγής 1948 σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιν. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς, το οποίο διασκεύασαν για τη μεγάλη οθόνη ο ίδιος ο Λιν σε συνεργασία με το Στάνλεϊ Χέινς. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι οι Άλεκ Γκίνες στο ρόλο του Φέιγκιν, Ρόμπερτ Νιούτον στο ρόλο του Μπιλ Σάικς, Κέι Γουολς στο ρόλο της Νανσι, Άντονι Νιούλι στο ρόλο του Ντοντζ και ο Τζον Χάουαρντ Ντέιβις στο ρόλο του Όλιβερ.
Στο Νότο, τα παιδιά εργάζονταν ως καθαριστές στρειδιών σε κονσέρβες πριν και μετά το σχολείο. Οι εργαζόμενοι στα κονσερβοποιία συνήθως εργάζονταν 14 ώρες και ζούσαν σε ειδικά στρατόπεδα που είχαν φτιαχτεί για το εργατικό δυναμικό του εργοστασίου.
Βίκτωρ Ουγκώ, «Μελαγχολία», Στοχασμοί
Πού πάνε όλα αυτά τα παιδιά, που ανάμεσά τους κανένα δεν γελά; Αυτές οι γλυκές, σκεφτικές υπάρξεις που ο πυρετός αδυνατίζει; Αυτά τα κορίτσια των οχτώ χρόνων που περπατούν μόνα τους; Δουλεύουν δεκαπέντε ώρες κάτω από τις μυλόπετρες κάνοντας από την αυγή ως το βράδυ αδιάκοπα την ίδια κίνηση. Στην ίδια φυλακή, την ίδια κίνηση. Σκυμμένα πάνω από μια σκοτεινή μηχανή, το αποτρόπαιο τέρας, που καταβροχθίζει τα πάντα μέσα στο σκοτάδι. Αθώοι σε κάτεργο, άγγελοι στην κόλαση. Δουλεύουν. Όλα είναι μπρούντζος, όλα είναι σίδερο. Ποτέ δεν σταματούν, ποτέ δεν παίζουν. Κι είναι τόσο ωχρά! Στάχτη επάνω στα μάγουλά τους. Πριν ξημερώσει, είναι ήδη εκεί. Δεν καταλαβαίνουν τη μοίρα τους, κρίμα! Δες τι μας κάνουν οι άνθρωποι. Ω, άθλια σκλαβιά φορτωμένη στο παιδί. Ραχιτισμός! Δουλειά […] που καταστρέφει ό, τι δημιούργησε ο Θεός, που σκοτώνει δίχως λόγο την ομορφιά στο μέτωπο, τη φλόγα στην καρδιά και που θα έκανε στα σίγουρα από τον Απόλλωνα έναν καμπούρη, από τον Βολτέρο έναν χαζό! Άθλια εργασία που κλέβει τα πιο γλυκά χρόνια, που δημιουργεί από τη μια πλούσιους κι από την άλλη τη μιζέρια, που χρησιμοποιεί ένα παιδί σαν εργαλείο! Πρόοδος που αναρωτιόμαστε: –Πού πάει; –Τι θέλει;
http://foundation.parliament.gr/
Η δημόσια κατακραυγή εναντίων των συνθηκών που εργάζονταν τα παιδιά βοήθησε στη δημιουργία ενός νέου νόμου στην Πενσιλβανία που απαγόρευε σε οποιοδήποτε κάτω των 12 ετών να εργάζεται στην πολιτεία ως θραύστης άνθρακα. Ωστόσο, ο νόμος δεν επιβλήθηκε σωστά: οι οικογένειες μερικές φορές πλαστογραφούσαν τα πιστοποιητικά γέννησης έτσι ώστε τα παιδιά τους να μπορούν να συνεχίσουν να βοηθούν στην υποστήριξη της οικογένειας και επειδή η παιδική εργασία ήταν φθηνή και κερδοφόρα, οι εργοδότες συχνά πλαστογραφούσαν αυτά τα έγγραφα.
Αντώνης Σαμαράκης – Το νυχτερινό σχολά
Ώρα έντεκα και κάτι,
το νυχτερινό σχολά
κει που πέρναγες, διαβάτη,
κι ήταν όλα σκοτεινά.
Άξαφνα ένα φως τα λούζει,
ξεπροβάλλουν τα παιδιά,
μάγουλα απ’ το κρύο μπούζι,
ποδαράκια σαν κλαδιά.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
Σαν φυσά το ξεροβόρι
και λυγίζουν δω κι εκεί,
άλλοι δίχως πανωφόρι,
άλλοι ακόμα νηστικοί,
αδερφάκια κουρασμένα
απ’ τη δύσκολη ζωή,
όλη μέρα βουτηγμένα
στις καπνιές και στη βουή.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
Μες στη νύχτα τώρα πάνε
στο σκοτάδι το πηχτό
τα παιδιά που πολεμάνε
για το μεροκάματο.
Χέρια βρωμικα απ’ τα λάδια,
μάτια κατακόκκινα,
αδερφάκια δίχως χάδια
με σφαγμένη την καρδιά.
Ώρα έντεκα και κάτι,
τα εργατόπαιδα σχολάν.
Στάσου προσοχή, διαβάτη,
ήρωες μικροί περνάν.
http://www.stixoi.info/
Παιδιά παίζουν ένα παιχνίδι καρτών έξω από ένα εργοστάσιο.
ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ – ΣΟΦΙΑ
Περιγραφή
Η Σοφία, το κοριτσάκι απ’ το νησί που μπήκε στο σπίτι της οικογένειας Πολυχρονιάδη για να δουλέψει, ήταν ένα παιδί χαρισματικό. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό μονάχα που έκανε τα πράγματα να πάρουν μια τροπή διαφορετική από τη συνηθισμένη ή «ευθύνονταν» λίγο και τα μέλη της οικογένειας, ο Γιάννης, η Αγγελική, τα τρία κορίτσια τους, ακόμη και το καινούργιο μωρό, που δεν μπόρεσαν να δουν σ’ ένα επτάχρονο κοριτσάκι το «δουλάκι».
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ – Ο ΒΑΝΚΑΣ
Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.
O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:
Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.
Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και
ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε
πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.
O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνατου.
Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!
Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.
— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.
Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…
Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…
O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:
Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.
Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…
O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.
Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.
Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.
Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.
Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».
Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:
— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!
O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.
Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού ‘δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.
O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένακαπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:
Για τον παππού. Στο χωριό.
Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:
Κωσταντή Μακάριτς.
Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.
Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.
Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.
Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες… Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του…
Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο
Τελικά, η νέα τεχνολογία όπως οι μηχανικοί διαχωριστές και οι διαχωριστές νερού, έκαναν τα αγόρια-θραύστες απαρχαιωμένα. Οι υποχρεωτικοί νόμοι για την εκπαίδευση και η αυστηρότερη εφαρμογή των νόμων για την παιδική εργασία, που προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από τις φωτογραφίες του Lewis Hine, βοήθησαν να τερματιστεί η πρακτική μέχρι το 1920.
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ – Για ένα παιδί που κοιμάται
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού αιώνα, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των ανατολικών χωρών, μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους μετακινήθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την εξεύρεση εργασίας. Από την εποχή αυτή και ως τις μέρες μας ζουν και βιοπαλεύουν στη χώρα μας χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες, όπως το παιδί του ποιήματος, που κερδίζει το ψωμί του στα φανάρια της λεωφόρου και κοιμάται στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995).
Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες* μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,*
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια*
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη* αγανάκτηση.
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,*
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.
Αλλού, τα παιδιά που εργάζονταν σε εργοστάσια βαμβακιού, όπως αυτό στη Βόρεια Καρολίνα, ήταν συχνά ορφανά. Οι μύλοι απασχολούσαν αυτά τα παιδιά με αντάλλαγμα καταφύγιο, φαγητό και νερό.
Λίτσα Ψαραύτη – O Κωνσταντής
«O Κωνσταντής» ανήκει στα διηγήματα του βιβλίου Η εκδίκηση των μανιταριών (1999). Στη συλλογή αυτή η Λίτσα Ψαραύτη πραγματεύεται με ευαισθησία θέματα ιστορικής μνήμης, κοινωνικού ενδιαφέροντος και οικολογικού περιεχομένου. Η αγωνία για το μέλλον των σημερινών παιδιών και η κοινωνική ευαισθητοποίηση είναι τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του έργου της. Στο διήγημα, ο ομώνυμος ήρωας, ένα Αλβανάκι που αγωνίζεται για το ψωμί του στα φανάρια των δρόμων, βρίσκει στοργή και αγάπη στο πρόσωπο μιας μοναχικής γυναίκας.
Μόλις το φανάρι γινόταν πράσινο και τ’ αυτοκίνητα χιμούσαν, το παιδί έτρεχε στον κάθετο δρόμο. Πλησίαζε το τζάμι του οδηγού με την πραμάτεια στα χέρια του, χαρτομάντιλα, σαπούνια, στιλό, η κυρία Δέσποινα δεν μπορούσε να διακρίνει τι πουλούσε το παιδί, η απόσταση από τη διασταύρωση των φαναριών ως το ισόγειο διαμέρισμά της ήταν αρκετή. Μερικοί οδηγοί άνοιγαν το παράθυρο και του ’διναν το κατιτί τους κι αμέσως έκλειναν το τζάμι βιαστικά για να γλιτώσουν από την ενοχλητική παρουσία του αγοριού παρά για ν’ αποφύγουν τη σιγανή βροχή που έπεφτε από το πρωί.
Το παιδί κοιτούσε λαίμαργα τις σακούλες των σούπερ μάρκετ στα πίσω καθίσματα, τα κουτιά με τα παιχνίδια, τα κόκκινα βελουδένια αβγά, τα σοκολατένια λαγουδάκια κι αυτό το βλέμμα προξενούσε αμηχανία και δυσαρέσκεια στους οδηγούς.
Μεγάλο Σάββατο, κρύο και βροχερό, κι η κυρία Δέσποινα ξεχνούσε τη μοναξιά της κοιτώντας την κίνηση του δρόμου. Το αγόρι ήταν καινούριο στην πιάτσα των φαναριών, ως χθες ζητιάνευαν τσιγγάνες με μωρά στην αγκαλιά. Ξανθούλικο και λιγνό, φορούσε μπλουζάκι καλοκαιρινό, Αλβανάκι θα ήταν σίγουρα, κοντά στα δώδεκα.
Βράδιασε, άναψαν τα φώτα, το κρύο κι η βροχή δυνάμωσαν, αραίωσε κι η κίνηση στους δρόμους. Το αγόρι μάζεψε την πραμάτεια του και πήρε την οδό Αγίου Δημητρίου. Όταν έφτασε στον αριθμό 12 χώθηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να προφυλαχτεί από τη δυνατή βροχή.
Η κυρία Δέσποινα άνοιξε την πόρτα του ισογείου και είδε το αγόρι να κάθεται στα σκαλιά — μετρούσε την είσπραξη της μέρας, πενηντάρικα και λίγα κατοστάρικα. Η καρδιά της λαχτάρησε. Το παιδί ήταν ίδιος ο Αντωνάκης, ο εγγονός της. Είχε τα ίδια ξανθά μαλλιά, τα ίδια καταγάλανα μάτια, μόνο το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και κακοπαθημένο, του Αντωνάκη δεν του έλειπε τίποτα εκεί πέρα στην πλούσια Βαλτιμόρη που ζούσε με τους γονείς του.
— Έλα μέσα να ζεσταθείς…, του είπε η γυναίκα.
Το παιδί την κοίταξε καχύποπτα και ψυχρά, ποιος ξέρει τι είχαν δει τα μάτια του ολημερίς στο δρόμο και πόσα είχε διδαχτεί από τη «φιλανθρωπία» των ανθρώπων. Θες όμως το καλοσυνάτο πρόσωπο της κυρίας Δέσποινας, η μυρωδιά της μαγειρίτσας, αλλά κυρίως η ζεστασιά που έβγαινε από το διαμέρισμα παραμέρισαν τους φόβους και τους δισταγμούς του.
— Πώς σε λένε;, το ρώτησε.
— Κώτσο, δηλαδή Κωνσταντή…
— Κι από πού είσαι, Κωνσταντή;
— Από την Αλβανία, από το Μπεράτι…
— Κι οι γονείς σου;
— Τους μάζεψαν την περασμένη βδομάδα οι κλούβες της Αστυνομίας και τους έστειλαν πίσω στην Αλβανία.
— Κι εσύ πού μένεις τώρα;
— Όπου να ’ναι… Στις οικοδομές, στα παγκάκια του Ηλεκτρικού…
— Πεινάς;
— Έφαγα ένα κουλούρι το πρωί αλλά τώρα πεινάω…
— Πήγαινε στο μπάνιο να πλυθείς, θα σου φέρω ρούχα ν’ αλλάξεις κι ύστερα θα σου βάλω να φας…
Άνοιξε η κυρία Δέσποινα την ντουλάπα και βρήκε εσώρουχα, μια αθλητική φόρμα, παπούτσια. O Αντωνάκης σε κάθε ταξίδι άφηνε στο σπίτι της γιαγιάς όσα ρούχα δε χωρούσαν στις βαλίτσες του. Ύστερα, η γυναίκα έφερε στο τραπέζι ψωμί, χαλβά, ελιές, ταραμοσαλάτα, φρούτα.
O Κωνσταντής, αφού πλύθηκε, ντύθηκε, κάθισε στο τραπέζι και δεν άφησε ούτε ψίχουλο. Χορτασμένος και ζεσταμένος βολεύτηκε στον καναπέ, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Νανουρισμένος από τη μουσική έγειρε στα μαξιλάρια και τον πήρε ο ύπνος. Σε λίγο χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας. Η κυρία Δέσποινα πήρε τη λαμπάδα της κι έκλεισε πίσω της την πόρτα σιγανά για να μην ξυπνήσει τον Κωνσταντή. Η βροχή είχε σταματήσει, το φεγγάρι, ασημένιο, κυνηγιόταν με τα σύννεφα στον ουρανό.
— Χριστός Ανέστη…, έψαλε ο παπάς κι η κυρία Δέσποινα για πρώτη φορά δεν κάθισε ως το τέλος της λειτουργίας. Βιαζόταν να γυρίσει σπίτι της, να τσουγκρίσει τα κόκκινα αυγά με τον Κωνσταντή, να φάνε μαζί τη μαγειρίτσα…
Λ. Ψαραύτη, Η εκδίκηση των μανιταριών, Άγκυρα
http://ebooks.edu.gr/
Στους μύλους, παιδιά ηλικίας 5 και 6 ετών εργάζονταν δέκα ώρες την ημέρα και έξι ημέρες την εβδομάδα, χωρίς διακοπές. Επιπλέον, ο αέρας γέμιζε με υπολείμματα βαμβακιού προκαλώντας συχνά περιπτώσεις πνευμονικής νόσου.
Τα παιδιά για τα παιδιά
1 Το Τετράδιο των μαθητών του 4ου Γυμνασίου Χανίων /
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΑΦΙΕΡΩΝΟΥΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ
2 3ο Γυμνάσιο Αγίου Νικολάου
Οι μαθητές της Α΄ Γυμνασίου γράφουν ποιήματα για την παιδική εργασία.
Δείτε εδώ
ΜΟΥΣΙΚΗ
Για τα παιδιά – 1998
Στίχοι: Σάκης Μπουλάς
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης
Για τα παιδιά των Εξαρχείων,
των δυτικών των προαστίων
Εκτός τειχών ανεξαιρέτως,
οριζοντίως και καθέτως
Για τα παιδιά της σιλικόνης,
των μεταλλάξεων και της σκόνης
Του τσαμπουκά και των γηπέδων,
που γίναν λεία των χαφιέδων
Μένουν εκτός, μένουν εκτός
εκεί που δεν υπάρχει φως
Εκτός αν βγούνε παγανιά,
οι άγριες ειδήσεις των 9
Για τα παιδιά λέω στα φανάρια
που κάποιοι παίξανε στα ζάρια
Που αντιστέκονται κι υπάρχουν,
γι’ αυτά που φύγαν, γι’ αυτά που θα `ρθουν
Γι’ αυτά που πάνε στα δικαστήρια,
που πιάτσα κάνουν στα ουρητήρια
Γι’ αυτά που στην τιμή ενός πούρου
βρίσκεις πολλά στην Κουμουνδούρου
Μένουν εκτός, μένουν εκτός
εκεί που δεν υπάρχει φως
Εκτός αν βγούνε παγανιά,
οι άγριες ειδήσεις των 9
Για τα παιδιά όλου του κόσμου,
του πάνω και του υποκόσμου
Μονάχα ετούτο λέω μόνο:
νιώθω συνένοχος σε φόνο
Μένουν εκτός, μένουν εκτός
εκεί που δεν υπάρχει φως
Εκτός αν βγούνε παγανιά,
οι άγριες ειδήσεις των 9
Τα παιδιά στους μύλους εργάζονταν επίσης ως νάρθηκες, αντικαθιστώντας τα καρούλια στις μηχανές νηματοποίησης (και με κίνδυνο να πέσουν μέσα στο μηχάνημα) ή τύλιγαν τις κλωστές. Γι’ αυτό τον μπελά, τα παιδιά στους μύλους κέρδιζαν 40 σεντς την ημέρα.
ΕΝΑ ΜΕΛΛΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Περιγραφή
Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε την κατάσταση της παιδικής εργασίας στην κοινωνία μας μόνο με όρους ηθικής, ως ντροπή για την ανθρωπότητα, αλλά οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε επίσης ως μέρος ενός απάνθρωπου και εγκληματικού εμπορίου, που πρέπει να λάβει τέλος.
Προκειμένου, όμως, να επιτύχουμε κάτι τέτοιο απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση, διαρκής ανανέωση της νομοθεσίας, αυστηρή και αξιόπιστη εφαρμογή των νόμων, εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς κενά, επαρκείς συμπληρωματικές δομές και αφοσιωμένοι άνθρωποι.
Το Εθνικό Πρόγραμμα Δράσης αποτελεί ένα αναγκαίο άμεσο βήμα, προκειμένου να πάψει η χώρα μας να κατατάσσεται σε εκείνες που εφαρμόζουν «ελλιπή και ανεπαρκή» μέτρα για την προστασία του παιδιού και η παρούσα έκδοση αποτελεί μια μικρή συμβολή προς αυτή
Παρόλο που η Εθνική Επιτροπή Παιδικής Εργασίας ιδρύθηκε το 1094, τα παιδιά εργάτες θα έπρεπε να περιμένουν περισσότερα από 30 χρόνια μέχρι να τεθούν σε εφαρμογή περιορισμοί και νόμοι – μερικώς με τη βοήθεια των φωτογραφιών του Hine.
Ο νόμος περί δικαίου των εργασιακών κανόνων, ο οποίος ψηφίστηκε το 1938, έθεσε οριστικά την ελάχιστη ηλικίας απασχόλησης στα 16 έτη (στα 18 για πιο επικίνδυνη εργασία) και περιόρισε τον αριθμό των ωρών που επιτρεπόταν στα παιδιά να εργάζονται – δημιούργησε αποτελεσματικά αυτό που πολλοί θεωρούν δεδομένο σήμερα: την παιδική ηλικία.
Οι φωτογραφίες και ο σχολιασμός τους είναι επίσης από
Όταν Άγγελοι κλαίνε το χάραμα,
είναι που ξυπνούν παιδιά για τη δουλειά,
εκατομμύρια εκατόν εβδομήντα πέντε
παιδιά — εργάτες,
σκλάβοι — παιδιά, εκατομμύρια τέσσερα,
και εμείς αδιαφορούμε.
Όταν Άγγελοι κλαίν’ την αυγή
είναι που παιδιά δε θα παίξουν και σήμερα,
δε θα πάνε σκολειό,
δε θα γελάσουν αμέριμνα.
.
Πέτρες θα σπάσουν,
χαλιά θα υφάνουν,
καφέ θα μαζέψουν,
μπάλες και ό,τι άλλο
θα κατασκευάσουν,
παιδιά — εργάτες,
παιδάκια — σκλάβοι του 2009,
όνειδος και απέραντη αισχύνη μας.